ClausewitzQuote.jpg

του Μαυρόπουλου Παναγιώτη*, 1 Αυγ 2014

Εισαγωγή

Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ, οι Μακεδόνες, μακριά από την πατρίδα, και αγαπητοί μας φίλοι, για να θυμηθούμε και να τιμήσουμε τον αγώνα του γηγενούς πληθυσμού της Μακεδονίας υπό την ηγεσία επιφανών Ελλήνων, τόσο Μακεδόνων όσο και καταγομένων από όλες σχεδόν τις περιοχές της πατρίδος μας, με σκοπό να διασφαλίσουν ότι η περιοχή αυτή του ελληνισμού δεν θα έμενε εκτός των συνόρων της ελληνικής πατρίδος, όταν θα κατέρρεε η εναπομείνασα Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας το τέλος την περίοδο εκείνη ήταν πλέον ορατό.

Είναι γνωστό σε όλους μας ότι η απελευθέρωση της Μακεδονίας έγινε με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους, την περίοδο 1912 – 1913, με σημαδιακή ημερομηνία την 27 Οκτ 2012, όταν ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στη Θεσσαλονίκη. Όμως, για να φθάσει αυτή η στιγμή, απαιτήθηκαν αναρίθμητες θυσίες ηρώων και αθώων θυμάτων, στο πλαίσιο ενός αδυσώπητου και ηρωικού αγώνα, ο οποίος έμεινε στην ελληνική ιστορία με την επωνυμία Μακεδονικός Αγώνας. Θα ήθελα λοιπόν, ως ελάχιστο φόρο τιμής προς τους ήρωες του αγώνα αυτού, να θυμηθούμε τα γεγονότα της εποχής εκείνης και τους πρωταγωνιστές της, με την ελπίδα ότι θα αφυπνιστούμε από το λήθαργο στον οποίο έχουμε περιέλθει οι νέο-Έλληνες, θεωρώντας ότι το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας είναι δεδομένο, και ξεχνώντας ότι το γεγονός ότι σήμερα είμαστε σε θέση να το απολαμβάνουμε, ίσως και να το καταχρώμεθα, είναι επειδή κάποιοι θυσιάστηκαν γι’ αυτό. Και αν κάποιοι άλλοι νομίζουν ότι οι εποχές έχουν αλλάξει, θα τους συνιστούσα να κοιτάξουν καλύτερα τον περίγυρό μας: τη Γιουγκοσλαβία της δεκαετίας του 1990, τις Αραβικές χώρες σχετικά πρόσφατα και σήμερα τη Συρία. Ο κόσμος, στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων, δυστυχώς δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Κανένας δεν πρόκειται να βοηθήσει ένα άλλο κράτος, αν οι πολίτες του δεν είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, μη φειδόμενοι προσωπικών θυσιών. Δεν θα διαφωνήσω με κάποιον πρώην πρωθυπουργό ότι τις σημαίες τις υπερασπιζόμαστε όχι μόνο με τα όπλα, αλλά και με άλλα, πιο ειρηνικά μέσα, όπως η διπλωματία και η οικονομία. Όμως, θα συμπλήρωνα ότι ο καλύτερος τρόπος για να μπει σε περιπέτειες ένα κράτος είναι να απεμπολήσει το δικαίωμά του της προσφυγής σε πόλεμο, ως τελευταίο μέσο επίλυσης διακρατικών διαφορών, εάν και όταν χρειαστεί. Ενδεικτική του θέματος είναι μια πρόσφατη δήλωση του ύπατου αρμοστή της Βρετανίας Μάθιου Κιτ στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου: «Είναι ωραίο να πιστεύει κάποιος ότι θα έρθει μια μέρα που κανένας δεν θα σκέφτεται να επιβάλει τη θέλησή του στους άλλους με τη χρήση όπλων, αλλά δυστυχώς η μέρα αυτή δεν θα είναι αύριο».

Ας πάμε πίσω όμως στο θέμα μας.


O καλύτερος τρόπος για να μπει σε περιπέτειες ένα κράτος είναι να απεμπολήσει το δικαίωμά του της προσφυγής σε πόλεμο, ως τελευταίο μέσο επίλυσης διακρατικών διαφορών, εάν και όταν χρειαστεί


Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν ένας ανορθόδοξος πόλεμος στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου τέσσερα χρόνια και διεξήχθη στη Μακεδονία (η οποία τότε ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) μεταξύ κυρίως ελληνικών και βουλγαρικών ενόπλων τμημάτων. Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του είχε επεκταθεί σε ολόκληρη τη σημερινή Μακεδονία. Σκοπός των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων ήταν να περιφρουρήσουν το εθνικό φρόνημα των κατοίκων, να αποκαταστήσουν την τάξη σε όσα χωριά είχαν σημειωθεί αποσκιρτήσεις μετά από πιέσεις των αντιπάλων, να εξουδετερώσουν τις εχθρικές ένοπλες ομάδες και να περιορίσουν τη δράση των ληστρικών σωμάτων, τα οποία κινούνταν μεταξύ παρανομίας και εθνικού αγώνα, ταλαιπωρώντας τους αγροτικούς πληθυσμούς. Ο αγώνας αυτός άρχισε ουσιαστικά το 1903 και πήρε τέλος το 1908. Τη διετία 1907 - 1908 τα ελληνικά σώματα είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και είχαν διασφαλίσει είτε την παραμονή, είτε την επανασύνδεση με το Πατριαρχείο πολυάριθμων ελληνικών κοινοτήτων.

Η κατάσταση στη Μακεδονία

Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας είχε αρχίσει συγχρόνως με την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Οι εξεγέρσεις όμως του Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική το 1821 και εκείνη της Νάουσας με το Ζαφειράκη Θεοδοσίου το 1822 είχαν κατασταλεί από τους Τούρκους. Με την ίδρυση του μικρού Ελληνικού Κράτους, μόνιμη επιδίωξη της ελληνικής ηγεσία ήταν η τύχη των υπόδουλων αδελφών που βρίσκονταν υπο Οθωμανικό ζυγό και για δεκαετίες παρέμεναν αποκομμένοι από την ελεύθερη Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από εμπόδια, όπως τη γεωγραφική απόσταση και την αρνητική διπλωματική συγκυρία. Επαναστατικές κινήσεις είχαμε το 1839-1840, το 1854 και το 1866, οι οποίες όλες απέτυχαν.

Η προετoιμασία και η δράση των Βουργάρων κομιτατζήδων

Ο Μακεδονικός Αγώνας δεν προέκυψε στο κενό. Προηγήθηκαν διάφορα γεγονότα, τα οποία αναπόφευκτα οδήγησαν στη σύγκρουση.

Στη σειρά των γεγονότων αυτών προηγείται το σχίσμα της βουλγαρικής εκκλησίας από το Οικουμενικό πατριαρχείο το 1870, με σουλτανικό φιρμάνι, και η εν συνεχεία μονομερής ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της βουλγαρικής εξαρχίας το 1872. Η προσπάθεια ίδρυσης επισκοπών στην περιοχή της Μακεδονίας (εφόσον το επιθυμούσαν τα 2/3 του πληθυσμού) απέτυχε, πλην όμως έγινε η αφετηρία σοβαρών αναστατώσεων στον πληθυσμό της Μακεδονίας.

Το 1875, οι Βούλγαροι, κήρυξαν πραξικοπηματικά την ένωση της αυτόνομης περιοχής της Ανατολικής Ρωμυλίας με το πριγκιπάτο της Βουλγαρίας. Ενισχυμένοι υλικά και ψυχολογικά, έθεσαν ως στόχο τους να πετύχουν την ψυχική και γλωσσική αφομοίωση του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας, έτσι ώστε να έχουν να επικαλεστούν στοιχεία ενισχυτικά των ευρύτερων εθνικών τους επιδιώξεων.

Το 1893, στη Θεσσαλονίκη, ιδρύουν την «Εσωτερική Επαναστατική Μακεδονική Οργάνωση» (IMRO στα Αγγλικά ή VMRO στα Βουλγαρικά) με επίσημο σκοπό το συντονισμό των προσπαθειών των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας για την απελευθέρωσή τους από τον Οθωμανικό ζυγό. Η οργάνωση αναφερόταν γενικά στα δικαιώματα του «Μακεδονικού λαού» χωρίς εθνικές ή δογματικές διακρίσεις, δηλώνοντας «σταθερά ενωτική» και «μαχητικά αντισωβινιστική». Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν μια βουλγαρική εθνικιστική οργάνωση με κρυφή ατζέντα τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ενδιάμεσο στάδιο πριν την τελική ένωση με τη Βουλγαρία. Το βουλγαρικό κομιτάτο είχε από νωρίς οργανώσει ένα δίκτυο από παραστρατιωτικές ομάδες, οι άνδρες των οποίων είχαν επιδοθεί σε όργιο βίας και τρομοκρατίας του ελληνικού, και όχι μόνο, στοιχείου της Μακεδονίας. Σημαντικά στελέχη των κομιτατζήδων ήταν ο ιδρυτής τους Γκότσε Ντέλτσεφ, ο Αποστόλ Πέτκωφ, ο Νίκολα Κάρεφ, ο Γιάνε Σαντάνσκι και άλλοι. Γνωρίζοντας ότι το ελληνικό στοιχείο δεν θα υπέκυπτε εύκολα, χρησιμοποίησαν το σύνθημα «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες», ζητώντας και τη συνδρομή των Ελλήνων γι’ αυτό τον «κοινό αγώνα». Οργάνωσαν μικρά ευέλικτα σώματα τα οποία είχαν δυο στόχους: να εισπράττουν χρήματα με αναγκαστικές εισφορές και να εξοντώνουν όποιον αντιστεκόταν στο βουλγαρικό κομιτάτο. Η επίσημη στάση της Ελλάδος, ιδιαίτερα μετά τον ατυχή της πόλεμο του 1897, ήταν χαλαρή και αυτό βοήθησε στην αρχική επιτυχία της βουλγαρικής προπαγάνδας.

Η διαδικασία του εκβουλγαρισμού ήταν μεθοδική και είχε σχεδιαστεί προσεκτικά ώστε να κλιμακωθεί σταδιακά, με πρώτο στάδιο τον εξαναγκασμό του χριστιανικού πληθυσμού να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες που θα υπαγόταν στην εξαρχική (Βουλγαρική) εκκλησία, αντί στις υπάρχουσες οι οποίες υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γι’ αυτό ιδρύθηκαν σε όλη τη Μακεδονία πολυάριθμες εξαρχικές εκκλησίες (απαιτούνταν η επιθυμία του 1/3 των κατοίκων), στις οποίες ο εκκλησιασμός γίνονταν στη βουλγαρική γλώσσα και τα ονόματα των βαπτιζομένων ήταν βουλγαρικά. Σε δεύτερη φάση το κομιτάτο άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία στα οποία τα παιδιά θα διδάσκονταν τη βουλγαρική γλώσσα και θα υφίσταντο πλέον εθνική κατήχηση. Η δράση του κομιτάτου αρχικά είχε κάποια επιτυχία, αλλά σύντομα έγιναν αντιληπτά τα πραγματικά του κίνητρα, όταν ένοπλες ομάδες του (κομιτατζήδες) άρχισαν να εκτελούν και να βασανίζουν ιερείς, δασκάλους, τοπικές προσωπικότητες, αλλά και απλούς πολίτες που αρνούνταν το συγκεκαλυμμένο αυτό εκβουλγαρισμό.

Τον Απρίλιο του 1903, ομάδες κομιτατζήδων πραγματοποιούν στη Θεσσαλονίκη τρομοκρατικές ενέργειες και η πόλη αναστατώνεται από βομβιστικές επιθέσεις κατά της Μητρόπολης και άλλων κτιρίων ελληνικών ιδιοκτησιών, την ανατίναξη της Οθωμανικής Τράπεζας, την καταστροφή των εγκαταστάσεων αεριόφωτος και την πυρπόληση του μεγάλου γαλλικού εμπορικού πλοίου Γκουανταλκιβίρ. Οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν την αντίδραση των Σέρβων και των Ελλήνων και την αιματηρή αναμέτρηση των αντιπάλων, μεταξύ των οποίων παρενέβαιναν τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, και έδωσε την αφορμή να επέμβουν οι κυβερνήσεις των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, της Αυστρίας και της Ρωσίας, με σκοπό να επιβάλουν στον σουλτάνο κάποιες διοικητικές μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της Μακεδονίας. Παρόλα αυτά τίποτα δεν άλλαξε· το κομιτάτο συνέχιζε με περισσότερη αγριότητα τη δράση του, εξαφανίζοντας Έλληνες πρόκριτους (γιατρούς, δασκάλους, ιερείς κλπ.) και σφάζοντας άοπλους χωρικούς στις πλατείες των χωριών, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών τους.

Την 20 Ιουλίου του 1903, μία ακόμη προσπάθεια των ένοπλων βουλγαρικών ομάδων να παρασύρουν τον πληθυσμό της Μακεδονίας με την επανάσταση του Ίλιντεν απέτυχε.

Η ελληνική αντίδραση

Η βουλγαρική δραστηριότητα στη Μακεδονία από το 1903 αφύπνισε την κοινή γνώμη και σήμανε συναγερμό στην Αθήνα που αντιλήφθηκε (έστω και αργά) ότι από μόνη της η δημιουργία σχολείων, πολιτική που ακολουθούσε μέχρι τότε, δεν ήταν αρκετή να εξισορροπήσει τις δυναμικές μεθόδους των βουλγαρικών κομιτάτων. Οι ελληνικές απώλειες και η αδυναμία των Τούρκων να επιβάλουν την τάξη οδήγησαν στην ενεργή (αν και ανεπίσημη) ελληνική ανάμειξη.

Η πολιτική προετοιμασία και υποστήριξη του αγώνα ήταν εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχία των σκοπών του.

Στην Αθήνα ιδρύθηκαν μακεδονικές επιτροπές ως αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών που αναπτύχθηκαν στους κύκλους των ανήσυχων προσφύγων από τη Μακεδονία. Μετά τη διάλυση της Εθνικής Εταιρείας το 1900, τα πρώην μέλη της (Μελάς, Μαζαράκης, Εξαδάκτυλος και άλλοι) συνέχισαν να αδημονούν για την τύχη της Μακεδονίας, απ’ όπου κατέφθαναν συνεχώς εκκλήσεις για βοήθεια. Το κενό κάλυπταν προσωρινά και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους η Εταιρεία «Ελληνισμός» του Νεοκλή Καζάζη και η «Επιτροπή προς Ενίσχυση της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας» των Βικέλα, Στρέιτ και Μπαλτατζή. Το 1902 εμφανίζεται δυναμικά ο Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος των αδελφών Θεοχάρη και Μαυρουδή Γερογιάννη από τη Χαλκιδική. Μετά τα δραματικά γεγονότα του 1903 οι προσπάθειες όλων, κράτους και ιδιωτών, συγκλίνουν σε πιο δυναμικές επιλογές. Μετά από δραματικές εκκλήσεις του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού, ιδρύεται στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 1904, το Μακεδονικό Κομιτάτο, στα γραφεία της εφημερίδας «Εμπρός», από λόγιους και δημοσιογράφους με σκοπό τη συλλογή χρημάτων, εφοδίων και όπλων για τις ανάγκες των Ελλήνων ανταρτών της Μακεδονίας. Στο Κομιτάτο συσπειρώνονται οι παλαίμαχοι της Εθνικής Εταιρείας, ο δραστήριος κύκλος του Μακεδόνα πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, μέλη των άλλων επιτροπών και συλλόγων καθώς και εκπρόσωποι του κράτους. Εμπνευστής, ιδρυτής, αλλά και πρόεδρος του κομιτάτου ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας Δημήτρης Καλαποθάκης από την Αρεόπολη και μέλος της πρώτης οργανωτικής επιτροπής ο Πέτρος Κανελλίδης από το Κουτήφαρι της Έξω Μάνης, διευθυντής της εφημερίδας «Καιροί».

Παρά την επιτυχία της πολιτικής κινητοποίησης, η αιχμή του δόρατος έπρεπε να είναι ο ένοπλος αγώνας. Η έναρξή του, από ελληνικής πλευράς, αποδίδεται στις πρωτοβουλίες του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη και των προξένων της Ελλάδος στο Μοναστήρι Ίωνα Δραγούμη και στη Θεσσαλονίκη Λάμπρου Κορομηλά. Το μακεδονικό κομιτάτο στην Αθήνα αποφασίζει να δράσει άμεσα στέλνοντας ένοπλα σώματα και οπλισμό στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας. Πολυάριθμοι, κυρίως νεαροί, Έλληνες αξιωματικοί, προσφέρθηκαν να παραιτηθούν από τον Ελληνικό στρατό και να τεθούν επικεφαλής των ανταρτικών ομάδων και των επαναστατικών σωμάτων για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού. Την άνοιξη του 1904 μεταβαίνουν στη Μακεδονία για να εξετάσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα οι πρώτοι Έλληνες αξιωματικοί, οι Λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γεώργιος Κολοκοτρώνης και Παύλος Μελάς.

Ο Καλαποθάκης, που ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος είχε την καθολική εκτίμηση κράτους και λαού, κρατάει ουσιαστικά στα χέρια του το σχεδιασμό του Αγώνα στο κέντρο. Οργανώνει τα αντάρτικα σώματα και τα στέλνει στη Μακεδονία, αλληλογραφεί και συντονίζει, ενημερώνει το κράτος και τον πρόξενο της Θεσσαλονίκης, Λάμπρο Κορομηλά για τον Αγώνα. Στο γραφείο του γίνονται οι στρατολογήσεις και η οργάνωση των εθελοντών. Σε όλα τα ελληνικά προξενεία αποσπάστηκαν αξιωματικοί του στρατού και δημιούργησαν ένα δίκτυο συνεργατών και αγωνιστών. Στόχος τους ήταν η εξουδετέρωση της βουλγαρικής προπαγάνδας, η εμπιστευτική αλληλογραφία, η κατασκοπεία, η μεταφορά τραυματιών, η τροφοδοσία των Ελλήνων ανταρτών και γενικά η υπεράσπιση του ελληνικού στοιχείου. Η επιτυχία του στηρίχθηκε κυρίως σε μια παράλληλη εσωτερική οργάνωση εντός της Μακεδονίας, η οποία ενσωμάτωσε όλες τις τοπικές επιτροπές, τους εθνικούς συλλόγους και τα δίκτυα πληροφοριών. Ένοπλες πρωτοβουλίες μικρότερης κλίμακας στην Κεντρική Μακεδονία ανέλαβαν και οι αδελφοί Γερογιάννη.

Από το Σεπτέμβριο του 1904, με την ανάληψη της αρχηγίας των ελληνικών σωμάτων από τον Παύλο Μελά, και ακόμα περισσότερο μετά το θάνατό του, οι Έλληνες άρχισαν να επικρατούν σε όλη σχεδόν τη Μακεδονία ακόμα και στις περιοχές όπου η βουλγαρική επιρροή προηγουμένως ήταν τόσο έντονη ώστε να έχει εξελιχθεί σε κράτος εν κράτει (Καστοριά, Φλώρινα, Έδεσσα και Γιαννιτσά). Η επάνδρωση ελληνικών ομάδων με Μακεδόνες αρματολούς και εθελοντές από την Ελλάδα ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων προς όφελος της Ελλάδας.

Αξίζει στο σημείο αυτό μια ξεχωριστή αναφορά στους πανέλληνες μακεδονομάχους, των οποίων η συμβολή ήταν ιδιαίτερα αποφασιστική για την επιτυχία του αγώνα. Η επιτυχής έκβαση κάθε ανορθόδοξου πολέμου βασίζεται στην αποτελεσματική συνεργασία του γηγενούς πληθυσμού. Η αρχή αυτή, που επαληθεύτηκε στην περίπτωση του Μακεδονικού Αγώνα, δεν πρέπει να οδηγήσει στην υποτίμηση της συμβολής εκατοντάδων εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα, την Κρήτη, την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου, ακόμη και από την Κύπρο. Πέρα από την αυτόνομη προσχώρηση ιδιωτών στον ένοπλο αγώνα, η ένταξη εθελοντών στα σώματα ακολούθησε κυρίως δύο δρόμους: Ιδιώτες οπλαρχηγοί και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού πλαισιώνονταν είτε από άνδρες των μονάδων τους, είτε από συμπατριώτες τους με πολεμικές εμπειρίες. Καθώς οι Κρητικοί και οι Μανιάτες αξιωματικοί αποτελούσαν το πιο ανήσυχο μέρος του στρατεύματος, ήταν επόμενο μεγάλη μερίδα των Μακεδονομάχων να προέρχεται από τις δύο αυτές περιοχές. Ιδιαίτερα οι Κρήτες μαχητές, γνωστοί για τον ενθουσιώδη χαρακτήρα τους και τις πολεμικές αρετές τους, αναδείχθηκαν στην πολυτιμότερη δύναμη κρούσης του Αγώνα. Τα σώματα των Κρητικών, πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στη Δυτική Μακεδονία και αναδείχθηκαν σε σύμβολα πολεμικής δεινότητας και αυτοθυσίας.

Ο αγώνας στη δυτική Μακεδονία

Οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, στο πλαίσιο του Μακεδονικού Αγώνα, διεξήχθησαν σε όλη την έκταση της Μακεδονικής γης. Το κυρίως πεδίο των συγκρούσεων όμως ήταν η ορεινή Δυτική Μακεδονία, απ’ όπου κατάγονταν τα πιο δραστήρια στελέχη του ελληνικού κομιτάτου, αλλά και της βουλγαρικής «Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης». Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν ο πρώτος που οργάνωσε τοπικά τμήματα αυτοάμυνας στην Καστοριά και στη Φλώρινα· προώθησε και εφήρμοσε την ιδέα της ένοπλης αντεπίθεσης με τη χρήση ντόπιων Πατριαρχικών οπλαρχηγών όντας πεπεισμένος ότι τα ερείσματα των Βουλγάρων στο σλαβόφωνο Πατριαρχικό πληθυσμό δεν ήταν στέρεα. Ενδεικτικό για τις συνθήκες που επικρατούσαν είναι ότι ίδιος ο Μητροπολίτης είχε αναγκαστεί να περιέρχεται τους ναούς των χωριών της ευθύνης του και να λειτουργεί με το όπλο του παραπόδα (λόγω των αλλεπάλληλων απειλών κατά της ζωής του), σε μια προσπάθεια να τονώσει το ηθικό των τρομοκρατημένων πιστών. Βασικός πυρήνας της οργάνωσης του Καραβαγγέλη ήταν η ομάδα του ντόπιου οπλαρχηγού Κώτα Χρήστου. Ο αγώνας όμως ήταν ιδιαίτερα σκληρός και για τις ορεινές αγροτικές και κτηνοτροφικές κοινωνίες.

Ο αγώνας στο βάλτο των Γιαννιτσών

Στην κεντρική Μακεδονία, τα νερά του πλημμυρισμένου Λουδία σχημάτιζαν, στην περιοχή μεταξύ Αλιάκμονα και Αξιού, εκτεταμένο έλος. Το έλος αυτό, προσιτό μόνο στους ψαράδες της περιοχής, αναδείχτηκε σε πεδίο ομηρικών μαχών μεταξύ των ενόπλων σωμάτων. Η ασφαλής πρόσβαση στις καλαμώδεις εκτάσεις του σήμαινε σίγουρο κρησφύγετο και έλεγχο της γύρω πεδιάδας και των οδικών συγκοινωνιών προς τη Βόρεια και τη Δυτική Μακεδονία. Η διαβίωση, όμως, σε συνθήκες πολέμου μέσα στα βαλτώδη νερά, όπου ενδημούσε η ελονοσία, είχε πολλές ιδιαιτερότητες και ακόμη περισσότερες δυσκολίες, ικανές να κάμψουν και τους πιο σκληροτράχηλους μαχητές. Οι θρυλικές μορφές του καπετάν Άγρα και του καπετάν-Νικηφόρου, πλαισιωμένες από ντόπιους οδηγούς, ταυτίστηκαν με τον αγώνα στις υγρές ελώδεις εκτάσεις. Στις μνήμες των περισσοτέρων μας ο Μακεδονικός Αγώνας συνδέεται με τον αγώνα στη Λίμνη των Γιαννιτσών μέσα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις της Πηνελόπης Δέλτα στο βιβλίο της «Στα Μυστικά του Βάλτου».

Ο αγώνας στην Ανατολική Μακεδονία

Στην Ανατολική Μακεδονία, για λόγους γεωγραφικούς, η διεξαγωγή του αγώνα ήταν δυσχερέστερη σε σχέση με τις άλλες περιοχές της Μακεδονίας. Ουσιαστικά η ένοπλη ελληνική δράση άρχισε μόλις το 1906 και στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά σε ντόπιους καπεταναίους. Στην περιοχή του Μπέλες και του Μελενίκου δρουν ο Θανάσης Χατζηπανταζής και ο Στέργιος Βλάχμπεης. Στην περιοχή της Νιγρίτας κυριαρχούν ο καπετάν-Γιαγκλής και ο ιερέας καπετάν-Ανδρούτσος. Η περιοχή της Ζίχνης και του Παγγαίου είναι ο χώρος επιχειρήσεων δύο θρυλικών μορφών, του Δούκα Ζέρβα και του Μητρούση Γκογκουλάκη. Η επιτελική εργασία βρισκόταν στα χέρια του προσωπικού των Προξενείων Σερρών και Καβάλας. Τη διακίνηση των πληροφοριών και των όπλων διεκπεραίωνε ένα πλήθος πατριωτών, οργανωμένων σε εθνικούς συλλόγους και σωματεία. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η περίπτωση του Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομου Καλαφάτη, του οποίου η προσφορά στην υπόθεση του αγώνα του στοίχισε τη μητρόπολή του. Είναι ο ίδιος ιεράρχης ο οποίος 15 χρόνια αργότερα πλήρωσε με το θάνατό του στη Σμύρνη την προσφορά του στο έθνος.

Η Θεσσαλονίκη στον αγώνα

Η Θεσσαλονίκη, το φυσικό επίνειο και διοικητικό κέντρο όλης της Μακεδονίας, απετέλεσε το επιτελικό κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα. Κεντρικό ρόλο στη διεύθυνση του αγώνα διαδραμάτισαν δύο πρόσωπα: ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος Λάμπρος Κορομηλάς και ο Ανθυπολοχαγός Αθανάσιος Σουλιώτης. Από το 1904 ως το 1907, ο Κορομηλάς οργάνωσε και διηύθυνε μέσα από το κτίριο του Προξενείου το ελληνικό δίκτυο πληροφοριών και επέβλεπε τις επιχειρήσεις των σωμάτων στην Κεντρική και την Ανατολική Μακεδονία. Στο ίδιο διάστημα, την ασφάλεια των δραστηριοτήτων του Προξενείου και την εθνική συστράτευση της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης ανέλαβε ο Σουλιώτης. Συγκαλύπτοντας τη δράση του με την ιδιότητα του εμπόρου, πέτυχε με συστηματικές προσπάθειες να δημιουργήσει ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό δίκτυο πληροφοριών και συγκαλυμμένων επιχειρήσεων. Στο δίκτυο αυτό εντάχθηκαν κάθε κοινωνικής τάξης επαγγελματίες και εργαζόμενοι της Θεσσαλονίκης οι οποίοι ανέλαβαν τη συλλογή και την προώθηση μηνυμάτων, την εκτέλεση αντιποίνων, αλλά και τη διεξαγωγή ενός επιτυχημένου οικονομικού πολέμου σε βάρος της εξαρχικής κοινότητας.

Η κατάσταση τα επόμενα χρόνια

Ο αγώνας των Μακεδονομάχων διήρκεσε έως το καλοκαίρι του 1908, οδηγώντας σε αποτυχία τα βουλγαρικά σχέδια για το βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Οι συγκρούσεις στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία έληξαν τυπικά με την επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων, η οποία ξέσπασε στις 23 Ιουλίου 1908 στη Θεσσαλονίκη και επικράτησε μέσα σε γενική επιδοκιμασία. Το Σύνταγμα, το οποίο επέβαλαν στην Υψηλή Πύλη οι Νεότουρκοι, θεωρήθηκε ότι διασφάλιζε τη αδελφοσύνη και την ελευθερία όλων των εθνοτήτων που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ειδικά στη Μακεδονία. Δόθηκε αμνηστία και οι ένοπλοι που δρούσαν στα ορεινά (Έλληνες και Βούλγαροι) κατέβηκαν από τα κρησφύγετά τους στις πόλεις.

Όμως, παρά την επιτυχημένη έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα η Μακεδονία εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό Οθωμανική κατοχή. Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν απλώς το πραπαρασκευαστικό στάδιο του Μακεδονικού ζητήματος, όμως ήταν η πιο ουσιαστική του φάση· οι κάτοικοι της Μακεδονίας στην πλειοψηφία τους είχαν πλέον ελληνική συνείδηση, γεγονός που ήταν απαραίτητο για την διαφαινόμενη απελευθέρωσή της. Το 1912, Σέρβοι και Βούλγαροι προχώρησαν μαζί στη δημιουργία της Βαλκανικής Συμμαχίας (Λίγκας). Όμως, η επιτακτική ανάγκη παρουσίας στόλου στο Αιγαίο οδήγησε λίγο αργότερα στην είσοδο και της Ελλάδας στη συμμαχία, ολοκληρώνοντας έτσι το σκηνικό του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού από το Σαραντάπορο, μέσω Γιαννιτσών, μέχρι τη Θεσσαλονίκη, διασφάλισε, με το τέλος του Α Βαλκανικού Πολέμου, σημαντικά εδαφικά κέρδη για την Ελλάδα. Όμως, το 1913, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου κατά των Ελλήνων και των Σέρβων προσπαθώντας να καταλάβουν για λογαριασμό τους τα μόλις απελευθερωθέντα από αυτούς εδάφη της Μακεδονίας, προκαλώντας το ξέσπασμα του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Μετά τη συντριβή που ακολούθησε, η Βουλγαρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει και το ανατολικό τμήμα (Σέρρες, Δράμα και Καβάλα) στην Ελλάδα, η οποία ολοκλήρωσε έτσι τον εθνικό της στόχο της απελευθέρωσης της Μακεδονίας.

Επίλογος

Έτσι λοιπόν, από το 1913, η Μακεδονία αποτελεί κομμάτι της ελληνικής πατρίδος. Τα βάσανά της όμως δεν τελείωσαν. Τα επόμενα πενήντα περίπου χρόνια, έγινε το πεδίο, έστω και περιφερειακό, δύο παγκοσμίων πολέμων και ενός ιδιαίτερα επώδυνου εμφυλίου πολέμου, και αυτού στα πλαίσια ενός παγκόσμιου ανταγωνισμού ισχύος. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Βούλγαροι δεν ξέχασαν. Επιλέγοντας ευτυχώς λάθος πλευρά και παρά τις προσπάθειές τους, με διάφορους τρόπους, τις οποίες έζησε στο πετσί του ο λαός, ιδιαίτερα της Ανατολικής Μακεδονίας τη φορά αυτή, η Μακεδονία παρέμεινε εντός των ορίων του νεώτερου ελληνικού κράτους. Όλα αυτά τα χρόνια μετά την απελευθέρωση, οι Μακεδόνες συμμετείχαν ενεργά στους αγώνες του έθνους, από τον πρώτο και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την Κύπρο το 1974.

Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας διήρκησε αρκετά χρόνια. Κατά την περίοδο αυτή και ιδιαίτερα κατά την πρώτη του φάση, του Μακεδονικού Αγώνα, αναδείχθηκαν αρετές του ελληνικού λαού για τις οποίες σήμερα αισθανόμαστε υπερήφανοι· ο εθελοντισμός, η ανιδιοτέλεια, η αγάπη για την πατρίδα, η αυτοθυσία. Η προσωποποίηση αυτών των αρετών ήταν οι ήρωες του αγώνα, οι Μακεδονομάχοι. Στην ιστορία μας, οι ήρωες αυτοί, χωρίς να λησμονείται και να υποτιμάται η αξία του καθενός από αυτούς, αντανακλούν στο πρόσωπο της εμβληματικής φυσιογνωμίας του Ανθυπολοχαγού του Ελληνικού Στρατού Παύλου Μελά.

Την 18 Αυγούστου του 1904, για τρίτη και δυστυχώς για τελευταία φορά, ο Μελάς πέρασε τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης επικεφαλής 35 ανδρών από Μακεδόνες, Κρητικούς, Λάκωνες και άλλους, ως αρχηγός των ανταρτικών ομάδων Μοναστηρίου – Καστοριάς. Έδρασε στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας, το οποίο αποτελεί σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 προδόθηκε στους Τούρκους και σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τουρκικά στρατεύματα στο χωριό Στάτιστα Καστοριάς, το σημερινό Μελά. Παρά το γεγονός ότι σκοτώθηκε στα πρώτα χρόνια του αγώνα, ίσως μάλλον εξ αιτίας αυτού, ο νεαρός αξιωματικός, ο οποίος θυσίασε μια άνετη ζωή με την οικογένειά του στο περιβάλλον των Αθηνών, ενέπνευσε τον αγώνα και έγινε το σύμβολό του. Μετά την πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατός του η συμμετοχή Ελλήνων ενόπλων στον Μακεδονικό αγώνα γενικεύθηκε. Για μένα και τους συναδέλφους μου στρατιωτικούς, πρώην και νυν, ο Παύλος Μελάς, του οποίου την «επιστολή προς τον νεαρό Εύελπι» μαθαίναμε υποχρεωτικά από στήθους, αποτελεί το απόλυτο σύμβολο του πατριωτισμού και της θυσίας.

Ο Παύλος Μελάς ως εκπρόσωπος μιας πλειάδας γνωστών και αγνώστων αγωνιστών Μακεδονομάχων, του Κατεχάκη, του Δικόνυμου, του Βολάνη, του Καραβίτη, του Δεμέστιχα, του Μαζαράκη, του Τέλου Άγρα, του καπετάν Κώτα, η εμβληματική φυσιογνωμία του αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, αυτής της πατρίδας του Μεγάλου Βασιλιά και των παιδικών μας χρόνων, των εκτεταμένων κάμπων και των πανύψηλων βουνών, του ιερού οστεοφυλακίου των οστών αμέτρητων Ελλήνων ηρώων, μας διδάσκει ότι η αγάπη για την πατρίδα και το έθνος είναι αρετή, υπέρτατη, διαχρονική, καθολική και αδιαμφισβήτητη.

Σας ευχαριστώ πολύ. Ζήτω η Μακεδονία


 * O Μαυρόπουλος Παναγιώτης είναι Αντιστάτηγος ε.α.