MacinderQuote.jpg

του Μαυρόπουλου Παναγιώτη, Πέμπτη 14 Αυγ 2014

Στη σύσκεψη κορυφής του ΝΑΤΟ τον επόμενο Σεπτέμβριο, αναμένεται να συζητηθεί για μία ακόμη φορά σε επίπεδο της συμμαχίας το θέμα της κυβερνοασφάλειας ή, σε μια πιο γνωστή εκδοχή του όρου, του κυβερνοπολέμου.

Το εν λόγω θέμα έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1990, με την ανάπτυξη του διαδικτύου. Για το ΝΑΤΟ, το σημείο καμπής ήταν η μεγάλης έκτασης κυβερνοεπίθεση εναντίον της Εσθονίας, τον Απρίλιο του 2007, η πρώτη και μοναδική έως σήμερα επίθεση εναντίον ενός κράτους. Έκτοτε, το ΝΑΤΟ δραστηριοποιήθηκε, και με το συνήθη γραφειοκρατικό ρυθμό των Βρυξελλών, πλην όμως με αξιοθαύμαστη εμμονή στον σκοπό, έχει ήδη διανύσει μεγάλη απόσταση. Στο επίπεδο της συμμαχίας, έχει ιδρυθεί το Cooperative Cyber Defense Center of Excellence (CCDoE) στο Ταλίν της Εσθονίας, το οποίο έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς για θέματα κυβερνοάμυνας, ενώ παράλληλα το επίπεδο ενημέρωσης και κατανόησης του θέματος στη συμμαχία είναι ήδη εξαιρετικά υψηλό. Στο επίπεδο των κρατών – μελών η πρόοδος ποικίλει, ανάλογα με την οργάνωση του κράτους και τη σοβαρότητα με την οποία οι αντίστοιχες στρατιωτικές και πολιτικές ηγεσίες αντιμετωπίζουν το θέμα.

Όμως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο κυβερνοπόλεμος δεν είναι αποκλειστική ευθύνη και προνόμιο των ενόπλων δυνάμεων ενός κράτους. Ο κυβερνοπόλεμος ξεπερνάει τις ένοπλες δυνάμεις· βρίσκεται σε κυβερνητικό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε περίοδο ενδεχόμενης έντασης ή ακόμη και πολέμου μεταξύ δύο κρατικών οντοτήτων, οι στόχοι του κυβερνοπολέμου θα είναι στην πλειονότητά τους πολιτικοί, και συγκεκριμένα οι κρίσιμες υποδομές της χώρας του αντιπάλου.

Οι ένοπλες δυνάμεις, με την οργάνωση και την πειθαρχία που τις διακρίνουν, έχουν από ετών ιδρύσει τη Διεύθυνση Κυβερνοάμυνας στο επίπεδο του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, η οποία επιλαμβάνεται με άριστο τρόπο των σχετικών θεμάτων που τις αφορούν.

Όμως η χώρα έχει ανάγκη από ένα όργανο σε κυβερνητικό επίπεδο, το οποίο θα επιφορτιστεί με την ευθύνη της οργάνωσης και του συντονισμού του έργου της κυβερνοασφάλειας, όχι μόνο των φορέων του δημοσίου, αλλά και των ιδιωτών (βιομηχανία, λιμάνια, αεροδρόμια, κλπ). Μετά τέσσερα χρόνια κρίσης είναι κατανοητό από όλους ότι χρήματα δεν υπάρχουν, και ότι αυτά που σε άλλες χώρες θεωρούνται αναγκαία, στη δική μας είναι πλέον περιττή πολυτέλεια. Όμως, η οργάνωση ενός τέτοιου οργάνου και η σύνταξη και δοκιμαστική λειτουργία των απαραίτητων εγγράφων στρατηγικής της κυβερνοασφάλειας, σε κυβερνητικό επίπεδο, απαιτεί περισσότερο πολιτική βούληση παρά χρήματα.

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο ένθετο ΜΑΡΣ της εφημερίδας ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ.