CorbettQuote.jpg

του Σταύρου Πετρουλάκη*, Σάββατο 3 Μαι 2014

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Είναι γεγονός ότι οποτεδήποτε γίνεται αναφορά ή συζήτηση γύρω από την έννοια της στρατηγικής, στα στρατιωτικά δρώμενα, το βλέμμα όλων στρέφεται προς τον Πρώσο στρατιωτικό και διανοούμενο Carl von Clausewitz ή για να ακριβολογούμε, στην μεταθανάτια έκδοση του έργου του «Περί πολέμου».

Εντός αυτού περιλαμβάνονται οι κατασταλαγμένες σκέψεις και απόψεις του Πρώσου θεωρητικού για τη φύση και τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου.Ο Clausewitz άρχισε την συγγραφή του μεταξύ των ετών 1816 και 1818 (Aron 1977, 93) χωρίς ωστόσο να καταφέρει να την ολοκληρώσει, τουλάχιστον στο επίπεδο που ο ίδιος επιθυμούσε. Τα μισοτελειωμένα χειρόγραφά του επιμελήθηκε η γυναίκα του Marie και τα δημοσίευσε συγκεντρωτικά ως ένα έργο (Bassford 2012, 6).

Πολλές από τις ιδέες και μεθόδους που ο Πρώσος θεωρητικός του πολέμου χρησιμοποίησε στην πραγματεία του ήταν δάνειες από τα φιλοσοφικά ρεύματα και τις θεωρητικές προσεγγίσεις των επιστημών της εποχής (Paret 1986, 193). Όμως, στις ανωτέρω πνευματικές συνιστώσες της σκέψεως του Clausewitz δύναται αυταπόδεικτα να συμπεριληφθεί και αυτή της φυσικής επιστήμης (Fowler 2002, 1-2). Η τριβή, η πόλωση και το κέντρο βάρους αποτελούν έννοιες που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στην πραγματεία του Πρώσου στρατηγού σε μια προσπάθεια να εξορθολογήσει και συνάμα να λεκτικοποιήσει τις διάφορες πτυχές (φύση - διεξαγωγή) του πολέμου καθιστώντας τες πιο απτές στον αναγνώστη (Echevarria 2002, 6) (Μαυρόπουλος 2009).

Το έργο του Clausewitz στην "υπηρεσία της δυτικής στρατιωτικής κοινότητας

Αν αναλογιστεί κανείς ότι το έργο του Clausewitz «Περί πολέμου» άρχισε να πωλείται συστηματικά είκοσι περίπου χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του το 1832, αβίαστα εξάγεται το συμπέρασμα ότι η «διείσδυση» των ιδεών/θεωριών του Πρώσου θεωρητικού στο δυτικό τρόπο θεώρησης της πολεμικής πράξης πραγματοποιήθηκε με σχετικά βραδείς ρυθμούς. Το «Περί πολέμου», έστω και καθυστερημένα, άρχισε να αποτελεί το αντικείμενο μελέτης πολλών Ευρωπαίων επιφανών στρατιωτικών, από την εποχή ακόμη του Στρατάρχη Helmut von Moltke. Στη μελέτη της εν λόγω πραγματείας ο ίδιος ο Moltke απέδωσε τις εντυπωσιακές του νίκες κατά τη διάρκεια των πολέμων του 1864, 1866 και 1870-71 (Cannon 1989, 53). Το ίδιο συνέβη και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού όπου, μεμονωμένα, Αμερικανοί στρατιωτικοί μελετώντας το «Περί πολέμου» γοητεύτηκαν από τις ιδέες του Πρώσου στρατηγού. Ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν ο George Patton, o Albert Wedemeyer, ο Dwigh Eisenhower και ο Bernard Montgomery (Bassford 2012, 1).

Το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ αποτέλεσε τον σταδιοδείκτη μιας νέας εποχής στα δρώμενα της δυτικής στρατιωτικής κοινότητας και δη της αμερικανικής. Οι αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις υπήρξαν οι πρώτες ανάμεσα στις λοιπές της Δύσης που, ως θεσμός πλέον, όχι μόνο άρχισαν να ενδιαφέρονται για τις ιδέες και θεωρίες του Clausewitz, αλλά προσπάθησαν να τις αφομοιώσουν στην εν γένει στρατιωτική τους φιλοσοφία (Bassford 2012, 1). Το έναυσμα δόθηκε το 1982 από τον Αμερικανό Συνταγματάρχη Harry Summers ο οποίος στο βιβλίο του «On Strategy: A Critical Analysis of the Vietnam War» χρησιμοποιώντας τις θεωρίες του Clausewitz ανέλυσε τους λόγους που συνέβαλαν στην ήττα των ΗΠΑ κατά τη διεξαγωγή του πολέμου στο Βιετνάμ (Evans 2012, 86). Η εξαιρετική ενάργεια με την οποία ο Summers χρησιμοποίησε τις ιδέες του Πρώσου θεωρητικού προκειμένου να καταδείξει την ανάγκη αλλαγής της υφιστάμενης μέχρι τότε σχεδίασης σε στρατηγικό και επιχειρησιακό επίπεδο, προσέδωσαν την αναγκαία δυναμική για τη διείσδυση του Clausewitz σε όλα τα επίπεδα της αμερικανικής στρατιωτικής κουλτούρας ( Undeland 2001, 12) (Melton 2012, 85). Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η ιδέα του στρατιωτικού κέντρου βάρους το οποίο, προϊόντος του χρόνου, εξελίχθηκε σε θεμέλιο λίθο της επιχειρησιακής τέχνης και σχεδίασης των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων (Evans 2012, 86).

Το Κέντρο Βάρους και οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις

Ωστόσο, η ιδέα του κέντρου βάρους εκτός από το συστατικό στοιχείο της επιχειρησιακής τέχνης/σχεδίασης των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων αποτέλεσε αναπόδραστα και το αντικείμενο μιας εκτεταμένης συγγραφικής δραστηριότητας του συνόλου της στρατιωτικής κοινότητας. Ο όγκος των πραγματοποιούμενων ερευνητικών εργασιών/μελετών στις αμερικανικές Σχολές Πολέμου όλων σχεδόν των Κλάδων και η εμβριθής αρθρογραφία στο στρατιωτικό τύπο, μαρτυρά την ένταση της προσπάθειας κατανόησης της έννοιας του στρατιωτικού κέντρου βάρους και της επιχειρησιακής οριοθέτησής του. Μια εκτενής δε ανασκόπηση της υπάρχουσας στρατιωτικής βιβλιογραφίας σε επίπεδο δογμάτων – είτε πρόκειται για διακλαδικές εκδόσεις είτε για αντίστοιχες κλαδικές - καταδεικνύει τη διαφορετική οπτική γωνία θεώρησης της εν λόγω ιδέας εντός των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ (Echevarria 2003, 87) (VanderSteen 2012, 34) (Μαυρόπουλος 2009, 179-180).

Αναμφισβήτητα, ο πλουραλισμός των απόψεων, θεωρήσεων και προσεγγίσεων επί ενός θέματος κρίνεται από την επιστημονική/πανεπιστημιακή κοινότητα ως εποικοδομητικός καθόσον πιστεύεται ότι προάγει τη γνώση και συμβάλλει στην εξέλιξή της. Εντούτοις, μια αντίστοιχη πολυσχιδής προσέγγιση των στρατιωτικών θεμάτων από το θεσμό των ενόπλων δυνάμεων δύναται να αποδειχθεί καταστροφική. Τα στρατιωτικά δόγματα/κανονισμοί θα πρέπει να πραγματεύονται με ενάργεια κάθε πτυχή της πολεμικής πράξης. Σε αντίθετη περίπτωση υφίσταται το ενδεχόμενο οι τυχόν ανακρίβειες να «τορπιλίσουν» την επιτυχή έκβαση των επιχειρήσεων από το πρώτο κιόλας στάδιο, ήτοι την σχεδίασή της και την κατανομή των μέσων κατά τη διεξαγωγή της.

Αυταπόδεικτο παράδειγμα της ανωτέρω θέσεως αποτελούν ο Πρώτος Πόλεμος του Κόλπου/DESERT STORM (1990-1991) και ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου/ALLIED FORCE (1999). Κατά τη φάση της επιχειρησιακής σχεδίασης και στις δύο περιπτώσεις ο καθορισμός (είδος – αριθμός) και η μέθοδος προσβολής των κέντρων βάρους των αντιπάλων δυνάμεων αποτέλεσε σημείο έριδος ανάμεσα στο διακλαδικό διοικητή και στους αντίστοιχους τμηματικούς. Η διάσταση απόψεων οφειλόταν στην έλλειψη, εντός των επιχειρησιακών δογμάτων των ΗΠΑ – διακλαδικών και μη - ενός κοινού, απλού και διατυπωμένου με ακρίβεια ορισμού του κέντρου βάρους [1] . Ενός ορισμού που δεν θα έδινε λαβή στους επιτελείς για διχογνωμίες, αμφισβητήσεις και διαφορετικές προσεγγίσεις.

Η θεωρία του Κέντρου Βάρους στην υπηρεσία της υφιστάμενης επιχειρησιακής σχεδίασης

Η εξέταση του τρόπου με τον οποίο η δυτική στρατιωτική κοινότητα αντιλαμβάνεται επί της παρούσης την ιδέα του στρατιωτικού κέντρου βάρους εμπίπτει αναμφισβήτητα στη στοχοθεσία της παρούσας εργασίας. Προκειμένου δε για την υλοποίηση αυτής θα πρέπει κανείς να προβεί είτε σε ανάλυση της υφιστάμενης επιχειρησιακής σχεδίασης κάθε μίας εκ των χωρών του «Δυτικού Κόσμου» είτε σε ανάλυση της αντιπροσωπευτικότερης εξ΄ αυτών. Εκτιμάται ότι το ΝΑΤΟ αντιπροσωπεύει το forum στο οποίο η θεώρηση της πολεμικής πράξης κάθε μιας εκ των παραπάνω χωρών συγκλίνει και εν τέλει ταυτίζεται εν πολλοίς με των υπολοίπων. Αυταπόδεικτο παράδειγμα της ανωτέρω θέσης αποτελεί το γεγονός ότι η έκδοση και εφαρμογή των νατοϊκών στρατιωτικών δογμάτων βασίζεται στην πρότερη ομόφωνη αποδοχή του περιεχομένου τους από το σύνολο των κρατών - μελών της συμμαχίας. Αποδοχή που σημαίνει αυτόματα και υιοθέτηση των καθοριζομένων σε εθνικό επίπεδο.

Κατόπιν τούτου ο τρόπος που η νατοϊκή συμμαχία αντιλαμβάνεται και πραγματεύεται την ιδέα του κέντρου βάρους αποτελεί αναμφισβήτητα αντιπροσωπευτικό δείγμα του συνόλου σχεδόν της δυτικής στρατιωτικής κοινότητας. Δεδομένου δε ότι στη συμμαχία υφίσταται ένα μόνο θεσμικό κείμενο για την επιχειρησιακή σχεδίαση, εύλογα εξάγει κανείς το συμπέρασμα ότι η εννοιολογική προσέγγιση της εν λόγω ιδέας θα είναι αφενός μεν μονοσήμαντη αφετέρου δε κοινά αποδεκτή. Το εν λόγω γεγονός αντιπαρέρχεται τον ύφαλο της προσδιοριστικής πολυσημίας των Κλάδων επί του οποίου προσέκρουσε η επιχειρησιακή σχεδίαση των ΗΠΑ κατά τις επιχειρήσεις DESERT STORM και ALLIED FORCE.

Πράγματι, ανατρέχοντας στο θεσμικό κείμενο του ΝΑΤΟ που πραγματεύεται την επιχειρησιακή σχεδίαση των συμμαχικών δυνάμεων γίνεται ευθύς αντιληπτό ότι υφίσταται ένας μόνο - και μάλιστα κοινά αποδεκτός - ορισμός αναφορικά με την έννοια του στρατιωτικού κέντρου βάρους. Σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό ως τέτοιο ορίζεται «τα χαρακτηριστικά, ικανότητες ή τοποθεσίες από τα οποία ένα έθνος, μια συμμαχία, μια στρατιωτική δύναμη ή άλλοι δρώντες αντλούν την ελευθερία ενεργείας, την φυσική ισχύ ή τη θέλησή του να μάχονται» (COPD V1.0 2010). Εύλογα λοιπόν υποθέτει κανείς ότι, στο πλαίσιο της σχεδίασης μιας ανατιθέμενης στρατιωτικής επιχείρησης, ο προσδιορισμός του κέντρου βάρους δεν θα ήταν δυνατό να αποτελέσει περισπαστικό αίτιο σε ότι αφορά τη μοναδικότητα της εννοιολογικής οριοθέτησης. Στην ερώτηση «ποιο είναι το κέντρο/α βάρους της επιχείρησης;» το σύνολο των απαντήσεων που θα δίδονταν θα εμπεριείχαν απόψεις και θέσεις οι οποίες θα είχαν διαμορφωθεί από τη μελέτη και κατανόηση του ιδίου ορισμού.

Και όμως, η ενδελεχής μελέτη του ΝΑΤΟϊκού εγχειριδίου δημιουργεί την αίσθηση ότι ο ανωτέρω ορισμός δεν αποτελεί το μοναδικό οδοδείκτη των επιτελών κατά τη διαδικασία προσδιορισμού του/ων κέντρου/ων βάρους των αντιπάλων δυνάμεων. Ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται και αναλύει την έννοια στα επιμέρους κεφάλαιά του αναδεικνύει και άλλους «δευτερεύοντες» ορισμούς [2] . Το εν λόγω γεγονός προσδίδει τη δυνατότητα στους στρατιωτικούς επιτελείς να επιλέγουν κάθε φορά τον εννοιολογικό προσδιορισμό που «νομιμοποιεί» την εισήγησή τους προς τον διοικητή, αναφορικά με το ποιο είναι το εχθρικό ή φίλιο κέντρο βάρους.

Ωστόσο η ανομοιογένεια ανάμεσα στους ανωτέρω εννοιολογικούς προσδιορισμούς και στον ορισμό της ιδέας του στρατιωτικού κέντρου βάρους που παρατίθεται στο σχετικό κεφαλαίο «Glossary of Terms » δεν αποτελεί τη μοναδική αχίλλειο πτέρνα του νατοϊκού εγχειριδίου. Ακόμα και αυτός ο ίδιος ο ορισμός προσθέτει στην υπάρχουσα προβληματική καθόσον προσδιορίζει την έννοια με τρόπο ο οποίος δίδει στους επιτελείς τη δυνατότητα των πολλαπλών αναγνώσεων. Η σαφήνεια, η λογική και η ακρίβεια αποτελούν τα αναγκαία και ικανά στοιχεία που καθιστούν έναν ορισμό αναλυτικό εργαλείο και όχι μια πηγή σύγχυσης (Eikmeier 2012, 139-140). Εξετάζοντας όμως τον ορισμό του στρατιωτικού κέντρου βάρους, όπως αυτός αποδίδεται στο νατοϊκό εγχειρίδιο επιχειρησιακής σχεδίασης, διαπιστώνεται η μη «συμβατότητά» του με τα μνημονευόμενα στοιχεία [3] .

Εν κατακλείδι, τόσο ο ορισμός του στρατιωτικού κέντρου βάρους όσο και ο τρόπος με τον οποίο το σχετικό εγχειρίδιο σχεδίασης πραγματεύεται - αυτοτελώς ή μέσω παραδειγμάτων - την ομώνυμη ιδέα/έννοια, υπολείπονται ενάργειας. Προς τούτο αποτελούν γόνιμο έδαφος για δημιουργία εντόνων αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους επιτελείς κατά το στάδιο της σχεδίασης που ανακύπτει η ανάγκη προσδιορισμού του. Υπό το πρίσμα των παραπάνω συμπερασματικών σκέψεων το στρατιωτικό κέντρο βάρους συνιστά πηγή σύγχυσης και περισπαστικό αίτιο. Η αξία όμως της ίδιας της ιδέας (concept) ως συστατικό της επιχειρησιακής τέχνης και ως το κυριότερο αναλυτικό εργαλείο της επιχειρησιακής σχεδίασης, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση (Μαυρόπουλος 2009, 201). Το πρόβλημα δεν έγκειται στην ιδέα αλλά στην εννοιολογική οροθέτηση αυτής (Eikmeier 2012, 139) (Strange και Iron 2004, 24). Η μονοσήμαντη αντιμετώπιση της έννοιας του στρατιωτικού κέντρου βάρους εντός του συμμαχικού εγχειριδίου και η παράθεση εντός αυτού ενός ορισμού η διατύπωση του οποίου θα διέπεται από ακρίβεια, λογική και σαφήνεια αποτελεί την ενδεικνυόμενη λύση. Δεδομένου δε ότι η θεωρία του κέντρου βάρους προήλθε από τον Πρώσο θεωρητικό του πολέμου Carl von Clausewitz κρίνεται σκόπιμο να αναζητήσουμε τη λύση αυτή στις σελίδες του έργου του «Περί Πολέμου».

Αποκωδικοποιώντας την διαλεκτική του Carl von Clausewitz περί του Κέντρου Βάρους [4]

Πέραν των φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής, τη σκέψη και αναπόδραστα τη συγγραφική δραστηριότητα του Clausewitz επηρέασαν μεταξύ άλλων και οι σημαντικές εξελίξεις που συντελέστηκαν στους τομείς των εφαρμοσμένων μαθηματικών, της μηχανικής και της φυσικής επιστήμης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο όρος Κέντρο Βάρους μνημονεύεται στο «Περί Πολέμου» κάτι περισσότερο από πενήντα φορές (Echevarria 2002, 6). Εκτιμάται ότι την εν λόγω ιδέα ο Πρώσος θεωρητικός συνέλαβε ενόσω διατελούσε διοικητής της Σχολής Πολέμου του Βερολίνου παρακολουθώντας σειρά διαλέξεων του Γερμανού φυσικού Paul Erman, με τον οποίον είναι γνωστό ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις (Echevarria 2003a, 88).

Καίτοι ο όρος Κέντρο Βάρους μνημονεύεται στο σύνολο του «Περί Πολέμου», εντούτοις εξετάζεται και αναλύεται επαρκώς αρχικά στο Βιβλίο 6 (Άμυνα) και ακολούθως στο Βιβλίο 8 (Πολεμικά Σχέδια) (Hiang Lee 1999, 3). Ιχνηλατώντας την έννοια εντός της πραγματείας διαπιστώνεται ότι ο Πρώσος θεωρητικός θεωρεί ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για την εφαρμογή της, την ύπαρξη συγκεκριμένης συνοχής, ενότητας και αλληλεξάρτησης μεταξύ των πολιτικο-στρατιωτικών δρώντων που δρουν σε ένα θέατρο πολέμου ή περιοχή επιχειρήσεων (Echevarria 2002, 10). Το είδος της πολιτικής ενότητας (συνασπισμός – συμμαχία), η διοικητική εξάρτηση/υπαγωγή και τέλος η εδαφική κατανομή αποτελούν, σύμφωνα με τον Clausewitz, εκείνες τις σταθερές με τις οποίες δύναται να εξεταστεί η ύπαρξη αλλά και να καθοριστεί ο βαθμός της ενότητας και συνοχής του αντιπάλου (Μαυρόπουλος 2009, 175). Πλέον τούτου, ο τρόπος με τον οποίο ο Clausewitz πραγματεύεται τη μοναδικότητα του κέντρου βάρους αφήνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να συμπεράνει ότι υφίστανται περιπτώσεις όπου υπάρχουν περισσότερα του ενός (Echevarria 2004, 50).

Από το σύνολο των ανωτέρω καθοριζομένων κριτηρίων εφαρμογής, των ιδιοτήτων αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οροθετείται η έννοια εντός της πραγματείας, γίνεται πλήρως αντιληπτό ότι για τον Πρώσο στρατηγό η ιδέα του στρατιωτικού κέντρου βάρους βρίσκεται σε πλήρη αναλογία με τις προβλέψεις της μηχανικής επιστήμης. Σύμφωνα με αυτές τις προβλέψεις οι δυνάμεις της βαρύτητας που ασκούνται σε κάθε επιμέρους τμήμα ενός σώματος συγκλίνουν σε ένα μόνο σημείο το οποίο καλείται κέντρο βάρους. Κάθε δε κίνηση του εν λόγω σημείου (κέντρο βάρους) στο χώρο ακολουθείται από την κίνηση και των υπολοίπων επιμέρους τμημάτων του σώματος (Jones, Jones and Marchington 1993, 52-55). Ως εκ τούτου δύναται να λεχθεί ότι για τον Clausewitz το κέντρο βάρους κατά τη σχεδίαση του πολέμου αντιπροσωπεύει εκείνο το σημείο στο οποίο συγκλίνει και από το οποίο εκπορεύεται το σύνολο των δυνάμεων/δυνατοτήτων καθενός εκ των αντιμαχομένων, που δρουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή επιχειρήσεων (Echevarria 2007, 181).

Επιπροσθέτως, από την επισταμένη μελέτη της πραγματείας καθίσταται σαφές ότι η πολεμική πράξη για τον Πρώσο θεωρητικό συνίσταται στην αντιπαράθεση της αντίρροπης θελήσεως καθενός εκ των δύο αντιπάλων δυνάμεων (Clausewitz 1999, 31). Αντιπαράθεση την οποία προσδιορίζει ως τη σύγκρουση δύο κέντρων βάρους (Clausewitz 1989, 489). Όμως, η θέληση εξ΄ ορισμού είναι ένα ηθικό μέγεθος το οποίο εκπορεύεται από, και επιβάλλεται σε, έμψυχες δυνάμεις, όχι σε υλικές ή μη απτές όπως τοποθεσίες, χαρακτηριστικά ή ικανότητες.

Κατόπιν των ανωτέρω συνάγεται ότι σύμφωνα με τον Clausewitz η προσπάθεια προσδιορισμού του κέντρου βάρους των αντιπάλων δυνάμεων θα πρέπει να περιστρέφεται γύρω από τον καθορισμό εκείνου του έμψυχου δυναμικού μιας χώρας, ενός συνασπισμού κρατών, μιας στρατιωτικής δύναμης, στο οποίο συγκλίνει και από το οποίο εκπορεύεται η συλλογική ικανότητα για πολεμική πράξη. Ικανότητα η οποία «μετουσιώνεται» σε ληφθείσα απόφαση για έναρξη ή τερματισμό της ενόπλου συγκρούσεως. Δεχόμενοι δε ότι για τον Πρώσο στρατηγό η ιδέα του κέντρου βάρους δεν αποτελεί μια απλή λεκτική μεταφορά με σκοπό απλώς να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη, αλλά τη χρησιμοποιεί σαν μία εννοιολογική ερμηνεία της πολεμικής πράξης, σύμφωνα με τις θεωρίες της επιστήμης της μηχανικής, επιχειρείται ακολούθως να καταστεί μέσω του φυσικού ανάλογου κατανοητή και απτή η ακόλουθη θέση:

«Το έμψυχο δυναμικό ενός συνασπισμού κρατών, μιας χώρας, μιας στρατιωτικής δύναμης στο οποίο συγκλίνει και από το οποίο εκπορεύεται η συλλογική ικανότητα για πολεμική πράξη, εκπεφρασμένη σε ληφθείσα απόφαση για έναρξη ή τερματισμό της ενόπλου συγκρούσεως, συνιστά το κέντρο βάρους καθενός εκ των αντιμαχομένων».

Το Κέντρο Βάρους στον κόσμο των φυσικών σωμάτων

Κάθε φυσικό σώμα, ομοιογενές ή ανομοιογενές ως προς τη σύστασή του και συμμετρικό ή ασύμμετρο ως προς το σχήμα του, δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελείται από ένα σύνολο υλικών σημείων. Το σύνολο τούτο αποτελεί ένα υλικό σύστημα. Μέσα στο απόλυτο κενό το εν λόγω σύστημα αποτελεί μια συσσωμάτωση σημείων ευρισκομένων σε αδράνεια. Αντιθέτως εντός του πεδίου βαρύτητας της Γης κάθε υλικό σημείο αυτού αποκτά ένα συγκεκριμένο βάρος Βν. Δεδομένου ότι το βάρος είναι δύναμη κατακόρυφη, οι παράλληλες και της αυτής φοράς δυνάμεις Β1, Β2, Β3κλπ, οι οποίες ενεργούν επί των εν λόγω υλικών σημείων ανάγονται δια της συνθέσεως σε μια γενική συνισταμένη δύναμη η οποία είναι κατακόρυφος και εκφράζει το συνολικό βάρος Β του σώματος. Η ένταση της εν λόγω δύναμης Β και κατ΄ επέκταση το βάρος ποικίλει ανάλογα με το βαρυτικό πεδίο εντός του οποίου βρίσκεται έκαστο σώμα.Το σημείο δε εφαρμογής της είναι απολύτως ορισμένο και καλείται κέντρο βάρους (ΚΒ). Επίσης, η δύναμη Β τείνει να μετακινήσει το σώμα σε ένα σημείο Α ευρισκόμενο επί της επιφανείας της γης (Εικόνα 1) (Μάζης 1976).

Προκειμένου να μετακινηθεί το υπόψη υλικό σύστημα σε ένα άλλο σημείο Β, ευρισκόμενο εκ διαμέτρου αντίθετα από το σημείο Α, τότε θα πρέπει ένας εξωτερικός παράγοντας να επιδράσει επί του συστήματος. Ήτοι θα πρέπει να ασκηθεί επ’ αυτού μια εξωτερική δύναμη G μεγαλύτερης έντασης, παράλληλη και αντιθέτου φοράς από τη συνισταμένη δύναμη του βάρους Β,εφαρμοζόμενη επί του κέντρου βάρους. Το ίδιο ωστόσο αποτέλεσμα δύναται να επιτευχθεί όταν ασκηθούν επί του υλικού συστήματος επιμέρους δυνάμεις F1, F2, κλπ μεγαλύτερης έντασης, παράλληλες και αντιθέτου φοράς από τις βαρυτικές δυνάμεις Β1, Β2, κλπ. Σύμφωνα δε με το θεώρημα της κίνησης του κέντρου βάρους υλικού συστήματος ησυνισταμένη δύναμη F αυτών θα εδράζεται επί του κέντρου βάρους του σώματοςκαι θα πληροί τα ίδια κριτήρια με αυτά της προαναφερόμενης δύναμης G (Εικόνα 1). Αντιθέτως, σε περίπτωση που η ένταση της δύναμης F είναι μικρότερη από αυτή της δύναμης Β (βάρος) τότε το σώμα θα κινηθεί αναπόδραστα προς το σημείο Α (Μάζης 1976).

 

 Εικόνα 1

Ωστόσο, για την εφαρμογή της θεωρίας του κέντρου βάρους στον κόσμο των φυσικών σωμάτων θα πρέπει το εξεταζόμενο σώμα να διέπεται από εσωτερική συνοχή προκειμένου αυτό να δύναται να θεωρηθεί ως ένα ενιαίο υλικό σύστημα. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να αναζητούνται τα σημεία στα οποία υφίσταται λύση της συνοχής και να προσδιορίζεται ο αριθμός των νέων συστημάτων/σωμάτων που προκύπτουν. Κάθε ένα δε από αυτά θα διαθέτει το δικό του κέντρο βάρους (Μάζης 1976).

Συνοψίζοντας προκύπτουν τα ακόλουθα:

  • Κέντρο βάρους καλείται το σημείο εκείνο στο οποίο συγκλίνουν οι δυνάμεις της βαρύτητας που ασκούνται σε κάθε επιμέρους τμήμα ενός σώματος (Jones, Jones and Marchington 1993, 52-55) καθώς και το σύνολο όλων των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε αυτό [5] .
  • Η κατεύθυνση της κίνησης ενός σώματος στο χώρο (σημείο «Α» ή σημείο «Β») καθορίζεται από την κατεύθυνση της συνισταμένης του συνόλου των δυνάμεων (F1, F2,κλπ και Β1, Β2κλπ) που ασκούνται στο σώμα.
  • Δεδομένου ότι η συνισταμένη του συνόλου των δυνάμεων που ασκούνται στο σώμα εδράζεται επί του κέντρου βάρους αυτού καθίσταται αντιληπτό ότι η κατεύθυνση της κινήσεως του εν λόγω σημείου (κέντρου βάρους) καθορίζει αναπόδραστα και την κατεύθυνση όλου του σώματος (Jones, Jones και Marchington 1993, 52-55) (Μάζης 1976, 182).
  • Για τον προσδιορισμό του κέντρου βάρους ενός υλικού συστήματος απαιτείται η εκ των προτέρων εξέταση της συνοχής αυτού.

Από το φυσικό στο στρατιωτικό ανάλογο της θεωρίας του Κέντρου Βάρους

Όπως στον κόσμο των φυσικών σωμάτων έτσι και στον «κόσμο» των πολιτικο-στρατιωτικών οντοτήτων, μια συμμαχία, ένα κράτος ή μια στρατιωτική δύναμη αποτελείται από ένα σύνολο στοιχείων προερχομένων από έξι διακριτά αλλά συνάμα αλληλεπιδρώντα πεδία ήτοι το πολιτικό, το οικονομικό, το κοινωνικό, το στρατιωτικό, τις υποδομές (infrastructure) και τις πληροφορίες (information). Με βάση την εν λόγω θεώρηση οι ανωτέρω πολιτικοί και στρατιωτικοί δρώντες συνιστούν πολυσύνθετα συστήματα (COPD V1.0 2010, 3-14; 3-25; 3-26), τα οποία εντός επιχειρησιακού κενού (operational vacuum) αποτελούν απλές συσσωματώσεις στοιχείων σε αδράνεια. Αντιθέτως, εντός συγκεκριμένου επιχειρησιακού περιβάλλοντος (operations environment) κάθε στοιχείο αυτών αποκτά συγκεκριμένες ικανότητες (capabilities) Cv.Όπως και στο φυσικό ανάλογο, το σύνολο των εν λόγω ικανοτήτων (C1, C2, C3κλπ) ανάγεται δια της συνθέσεως σε μια συνισταμένη ικανότητα C, η οποία «εφαρμόζεται» επί ενός συγκεκριμένου «σημείου» του δρώντος, το οποίο καλείται κέντρο βάρους.Πλέον τούτου η συνισταμένη ικανότητα C προσδίδει τη δυνατότητα στο δρώντα να επιτύχει τους τεθέντες ΑΝΣΚ (πολιτικούς – στρατιωτικούς) οι οποίοι θα του επιτρέψουν να «μετακινηθεί» από μια υφιστάμενη κατάσταση (current situation) σε μια επιθυμητή τελική κατάσταση «Α»/ΕΤΚ «Α» (desired end state ευνοϊκότερη για αυτόν (Εικόνα 2).

 

Εικόνα 2

Προκειμένου να «μετακινηθεί» ο ανωτέρω δρών σε μια επιθυμητή τελική κατάσταση, ευρισκόμενη εκ διαμέτρου αντίθετα από αυτή που ο ίδιος επιδιώκει, επί παραδείγματι «Β»/ΕΤΚ «Β», θα πρέπει μια άλλη πολιτική/στρατιωτική οντότητα να επιδράσει [6] σε αυτόν με ένα σύνολο ενεργειών (actions) (Α1, Α2, Α3κλπ) [7] - αντίστοιχων των εξωτερικών δυνάμεων (F1, <F2, F3κλπ) του φυσικού αναλόγου - προκειμένου να αντισταθμίσει τις επιμέρους ικανότητες C1, C2, C3κλπ που αυτός διαθέτει (Springman 1998, 8-9). Το σύνολο των εν λόγω ενεργειών (Α1, Α2, Α3κλπ) δύναται να αναχθεί δια της συνθέσεως σε μια συνισταμένη ενέργεια Α, η οποία «εφαρμόζεται» επί του κέντρου βάρους του δρώντος.

Ωστόσο, για την ανεύρεση του κέντρου βάρους θα πρέπει η εξεταζόμενη πολιτικοστρατιωτική οντότητα να διέπεται από συνοχή προκειμένου να δύναται να θεωρηθεί ως μια ολότητα. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να αναζητούνται τα σημεία στα οποία υφίσταται λύση της συνοχής και να προσδιορίζεται ο αριθμός των νέων συστημάτων/δρώντων που προκύπτουν. Κάθε ένα δε από αυτά θα διαθέτει το δικό του κέντρο βάρους. Σύμφωνα με τον Πρώσο θεωρητικό Carl von Clausewitz, το είδος της πολιτικής ενότητας, η διοικητική εξάρτηση/υπαγωγή και τέλος η εδαφική κατανομή αποτελούν εκείνες τις σταθερές με τις οποίες θα πρέπει να εξετάζεται η ύπαρξη της επιζητούμενης ενότητας.

Συνοψίζοντας προκύπτουν τα ακόλουθα:

  • Κέντρο βάρους καλείται το «σημείο» εκείνο του δρώντος στο οποίο συγκλίνουν το σύνολο των ικανοτήτων (capabilities) που διαθέτει καθώς και το σύνολο των εξωτερικών ενεργειών (actions) που ασκούνται σε αυτόν από μια άλλη πολιτική / στρατιωτική οντότητα.
  • Η «μετακίνηση» ενός δρώντος από μια υφιστάμενη κατάσταση (current situation) προς μια επιθυμητή τελική κατάσταση «Α» ή «Β», καθορίζεται από την «κατεύθυνση» της συνισταμένης που προκύπτει από τη σύνθεση του συνόλου των ικανοτήτων (capabilities) που διαθέτει και των ενεργειών (actions) που ασκούνται σε αυτόν.
  • Δεδομένου ότι η συνισταμένη του συνόλου των ικανοτήτων (capabilities) που διαθέτει και των ενεργειών (actions) που ασκούνται στον δρώντα εδράζεται επί του κέντρου βάρους αυτού, καθίσταται αντιληπτό ότι η κατεύθυνση της «κινήσεως» του εν λόγω σημείου (κέντρου βάρους) καθορίζει αναπόδραστα και την «κατεύθυνση» του δρώντα ως ολότητα.
  • Για τον προσδιορισμό του κέντρου βάρους ενός δρώντα απαιτείται η εκ των προτέρων εξέταση της συνοχής αυτού.

Αναμφισβήτητα, στις ανωτέρω συμπερασματικές θεωρήσεις παρατίθενται με ενάργεια τόσο οι ιδιότητες όσο και τα κριτήρια αναζήτησης του «κέντρου βάρους» στον κόσμο των πολιτικο-στρατιωτικών οντοτήτων. Ωστόσο, το ερώτημα που συνήθως ταλανίζει το σύνολο των μελών της ομάδας σχεδίασης ενός στρατιωτικού επιτελείου παραμένει αναπάντητο ήτοι: «Τι συνιστά το κέντρο βάρους μιας συμμαχίας, ενός κράτους ή μιας στρατιωτικής δύναμης;»

Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα αναφύεται μέσα από την απάντηση που δύναται να δοθεί στα ακόλουθα συνειρμικά ερωτήματα που εγείρονται από τη μελέτη των προαναφερομένων συμπερασματικών θεωρήσεων:

Ποιο στοιχείο στη δομή ενός πολιτικού ή/και στρατιωτικού δρώντος συνιστά εκείνο το «σημείο» στο οποίο «συγκλίνει»αφενός μεν το σύνολο των ικανοτήτων (capabilities) που αυτός διαθέτει αφετέρου δε οι επιδράσεις των εξωτερικών ενεργειών (actions) που ασκούνται σε αυτόν ; Ποιό είναι το στοιχείο στη δομή ενός πολιτικού ή/και στρατιωτικού δρώντος του οποίου η«κατεύθυνση κινήσεως»καθορίζει και την «κατεύθυνση» του δρώντος ως ολότητα;

Δεχόμενοι ότι στο κόσμο των πολιτικών και στρατιωτικών οντοτήτων, η«κατεύθυνση της κινήσεως»ενός δρώντος προς μια ΕΤΚ αποτελεί απόρροια τωνλαμβανομένων αποφάσεών[8] του και ότι η λέξη«συγκλίνει»βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τη λέξη«διαχειρίζεται»,τότε τα ανωτέρω ερωτήματα δύναται να επαναδιατυπωθούν ως ακολούθως :

Ποιο στοιχείο στη δομή ενός πολιτικού ή/και στρατιωτικού δρώντος διαθέτει τη δυνατότητα ναδιαχειρίζεταιαφενός μεν το σύνολο των ικανοτήτων (capabilities) που αυτός διαθέτει, αφετέρου δε τις επιδράσεις των εξωτερικών ενεργειών (actions) που ασκούνται σε αυτόν ; Ποιό είναι το στοιχείο στη δομή ενός πολιτικού ή/και στρατιωτικού δρώντος το οποίο, με τιςληφθείσες αποφάσειςτου, καθορίζει την «κατεύθυνση» του εν λόγω δρώντος ως ολότητα ;

Αυταπόδεικτα πλέον η απάντηση στα εν λόγω ερωτήματα και συνεπακολούθως στο ερώτημα αναφορικά με το τι συνιστά το κέντρο βάρους ενός δρώντος, δύναται να συνοψιστεί στην ακόλουθη φραστική διατύπωση:

«Το κέντρο βάρους ενός πολιτικού ή στρατιωτικού δρώντος θα πρέπει να αναζητηθεί σε εκείνο το έμψυχο δυναμικό το οποίο διαχειρίζεται το σύνολο των ικανοτήτων αυτού και λαμβάνει αποφάσεις για την έναρξη, τη συνέχιση και τον τερματισμό της πολεμικής πράξης» [9] .

Στο σημείο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να καταστεί σαφές ότι στις ανωτέρω παραγράφους δεν επιχειρήθηκε να καταδειχθεί ότι η πολεμική πράξη αποτελεί ένα γραμμικό φαινόμενο δυνάμενο να ερμηνευθεί και αναλυθεί με βάση τους νόμους της Νευτώνειας φυσικής. Ο κύριος σκοπός της παρούσας ενότητας ήταν με μεθοδολογικό «όχημα» το φυσικό ανάλογο της θεωρίας του κέντρου βάρους να καταστήσει αντιληπτή και απτή την εφαρμογή της εν λόγω ιδέας στο πλαίσιο της ενόπλου συγκρούσεως.

Ορίζοντας και προσδιορίζοντας του στρατιωτικό Κέντρο Βάρους εκ νέου

Όπως ήδη κατέστη εμφανές, ο τρόπος με τον οποίο το νατοϊκό εγχειρίδιο πραγματεύεται την έννοια του στρατιωτικού κέντρου βάρους την καθιστά αναπόφευκτα πηγή σύγχυσης και περισπαστικό αίτιο. Δεχόμενοι όμως ως θέσφατο το γεγονός ότι η αξία της ίδιας της ιδέας (concept) δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, τότε καθίσταται σαφές ότι η μόνη ενδεικνυόμενη λύση είναι η εκ νέου εννοιολογική οροθέτηση αυτής. Οριοθέτηση η οποία θα διέπεται από ακρίβεια, σαφήνεια και λογική. Υπό αυτό το πρίσμα και με βάση την πραγματοποιηθείσα ανάλυση στις ενότητες που προηγήθηκαν, εκτιμάται ότι ο ακόλουθος ορισμός είναι αφενός μεν περισσότερο συμβατός με τον τρόπο που ο Clausewitz πραγματεύεται την ιδέα κέντρου βάρους, αφετέρου δύναται να απαλλάξει το εγχειρίδιο της συμμαχίας από την υφιστάμενη προβληματική.

Το έμψυχο δυναμικό το οποίο έχει την εγγενή δυνατότητα να διαχειρίζεται το σύνολο των ικανοτήτων ενός πολιτικού/στρατιωτικού δρώντος και να λαμβάνει αποφάσεις για την έναρξη, τη συνέχιση και τον τερματισμό της πολεμική πράξης συνιστά το κέντρο βάρους αυτού».

Ο εν λόγω ορισμός προάγει τη σαφήνεια. Ο αναγνώστης δεν προτρέπεται να αναζητήσει το κέντρο βάρους μιας πολιτικοστρατιωτικής οντότητας σε ένα σύνολο ετερόκλητων στοιχείων όπως ικανότητες, τοποθεσίες και χαρακτηριστικά, στοιχείων διαχωριζομένων μεταξύ τους με διαζευκτικούς συνδέσμους. Απεναντίας, δηλώνεται με κατηγορηματικότητα ότι το κέντρο βάρους θα πρέπει να αναζητείται στο έμψυχο δυναμικό του δρώντα.

Εκτός όμως από σαφήνεια, ο ορισμός διέπεται και από λογική [10] . Στη διατύπωσή του υφίστανται αρχές/κριτήρια μέσω των οποίων έκαστος επιτελής δύναται με μια ακολουθία σκέψεων να καταλήξει σε αιτιολογημένα συμπεράσματα για το τι συνιστά και τι όχι το κέντρο βάρους μιας συμμαχίας, ενός έθνους ή μιας στρατιωτικής δύναμης. Εν πρώτοις, καθίσταται σαφές ότι το κέντρο βάρους θα πρέπει να αναζητηθεί στο έμψυχο δυναμικό του εξεταζόμενου δρώντα. Ακολούθως, αυτό το έμψυχο δυναμικό θα πρέπει να έχει την εγγενή δυνατότητα να διαχειρίζεται το σύνολο των ικανοτήτων του δρώντα και να λαμβάνει αποφάσεις αναφορικά με την πολεμική πράξη. Επομένως η λογικήείναι:

Α (έμψυχο δυναμικό) + Β (διαχείριση δυνατοτήτων) + Γ (λήψη απόφασης για πολεμική πράξη) = Δ (κέντρο βάρους του δρώντα).

Όμως, το πάζλ της θεωρίας του κέντρου βάρους συνίσταται από τρία αλληλένδετα μεταξύ τους «κομμάτια». Ο ορισμός αποτελεί το ένα από αυτά. Τα άλλα δύο είναι ο προσδιορισμός και η εξουδετέρωση. Προκειμένου δε για την «οριοθέτηση» αυτών θα πρέπει, με αρωγό τα πληροφοριακά προϊόντα της Εκτίμησης Πληροφοριών, να ακολουθείται η κάτωθι μεθοδολογική προσέγγιση [11] :

Βήμα 1ο:Καθορισμός του επιχειρησιακού περιβάλλοντος (περιοχή ή θέατρο επιχειρήσεων) εντός του οποίου θα δράσει ή θα λειτουργήσει μια πολιτική ή στρατιωτική οντότητα.

Βήμα 2ο:Προσδιορισμός των δρώντων (αντιπάλων – ουδετέρων) τους οποίους η εν λόγω πολιτική/στρατιωτική οντότητα θα κληθεί να αντιμετωπίσει εντός του ανωτέρω επιχειρησιακού περιβάλλοντος.

Βήμα 3ο:Αναγωγή των ανωτέρω προσδιορισθέντων δρώντων σε όσο το δυνατό λιγότερους με κριτήριο τη συνοχή (αλληλεξάρτηση) που υφίσταται μεταξύ τους. Η πολιτική ενότητα (συνασπισμός – συμμαχία), η διοικητική εξάρτηση/υπαγωγή και τέλος η εδαφική κατανομή τους εντός του θεάτρου/περιοχής επιχειρήσεων, αποτελούν τις σταθερές με τις οποίες θα πρέπει να εξετάζεται η ύπαρξη και το είδος της εν λόγω συνοχής.

Βήμα 4ο:Προσδιορισμός, για κάθε ένα από τους τελικώς αναγνωρισθέντες δρώντες του ανωτέρω σταδίου, εκείνου του εμψύχου δυναμικού που έχει την εγγενή δυνατότητα να διαχειρίζεται το σύνολο των ικανοτήτων και να λαμβάνει αποφάσεις για την έναρξη, τη συνέχιση ή τον τερματισμό της πολεμική πράξης. Το εν λόγω έμψυχο δυναμικό του κάθε δρώντα συνιστά το κέντρο βάρους αυτού. Επιπροσθέτως, το υπόψη έμψυχο δυναμικό θα πρέπει να αναζητείται ανάμεσα σεμεμονωμένα άτομα ή ομάδες ατόμωνπου ανήκουν σε κυβερνητικούς κύκλους, στους πολιτικούς/διοικητικούς ιθύνοντες ενός κράτους ή μιας συμμαχίας, στην άρχουσα καθεστηκυία τάξη, στη διοικητική δομή ή στο επιτελείο μιας στρατιωτικής δύναμης και εν τέλει σε πρόσωπα συγκαταλεγόμενα στην κατηγορία των αρχηγών κρατών ή των ηγετικών φυσιογνωμιών [12] (Strange και Iron 2004, 24).

Βήμα 5ο:Από το σύνολο των ικανοτήτων ενός δρώντος, τις οποίες διαχειρίζεται το προσδιορισθέν ως κέντρο βάρους έμψυχο δυναμικό αυτού, καθορισμός εκείνων των κρισίμων ικανοτήτων (criticalcapabilities) με τις οποίες φαλκιδεύεται η εκπλήρωση των τιθεμένων φίλιων ΑΝΣΚ. Καθίσταται αντιληπτό ότι η εν λόγω διαδικασία θα πρέπει να πραγματοποιείται για κάθε τελικώς αναγνωρισθέντες - εκ του 3ουβήματος - δρώντες του θεάτρου/περιοχής επιχειρήσεων (ΔΚ 2-1 2012, 47-49).

Βήμα 6ο:Προσδιορισμός των πόρων, μέσων, λειτουργιών και χαρακτηριστικών που καθιστούν τις καθορισθείσες κρίσιμες ικανότητες (critical capabilities) κάθε δρώντος λειτουργικές και δυνάμενες να υλοποιηθούν. Το σύνολο αυτών των στοιχείων απαρτίζουν τις κρίσιμες απαιτήσεις (critical requirements) (ΔΚ 2-1 2012, 47-49).

Βήμα 7ο:Εντοπισμός των κρίσιμων τρωτοτήτων (critical vulnerabilities) που παρουσιάζουν οι ανωτέρω κρίσιμες απαιτήσεις (critical requirements) (ΔΚ 2-1 2012, 47-49).

Βήμα 8ο:Ανάλυση των κρισίμων απαιτήσεων (critical requirements) και κρισίμων τρωτοτήτων (critical vulnerabilities) προς καθορισμό του συνόλου των αποφασιστικών σημείων (decisive points) και προσδιορισμό των ενεργειών (actions) που αυτά αντικατοπτρίζουν. Ενεργειών οι οποίες δύναται να οδηγήσουν στην αποδόμηση των κρισίμων ικανοτήτων και συνεπακολούθως στην εξουδετέρωση του κέντρου βάρους του δρώντος (ΔΚ 2-1 2012, 47-49).

Αναμφισβήτητα, η υιοθέτηση εκ μέρους των ημετέρων δυνάμεων τουσυνόλου των ανωτέρω ενεργειώνσυνιστά έναν ασφαλή και σίγουρο τρόπο εξουδετέρωσης του αντιπάλου κέντρου βάρους. Υφίσταται όμως το ενδεχόμενο η αποδόμηση συγκεκριμένων κρισίμων ικανοτήτων να μην έχει καμία επίδραση (effect) επί του εμψύχου δυναμικού του δρώντος που έχει προσδιορισθεί ως το κέντρο βάρους αυτού. Πιθανόν, ηεν τόπω και χρόνωδιαθεσιμότητα ή απώλειά τους να μη συμπεριλαμβάνεται στα κριτήρια με βάση τα οποία το εν λόγω έμψυχο δυναμικό θα λάβει απόφαση είτε να συνεχίσει να ανθίσταται στην εκπλήρωση των φίλιων ΑΝΣΚ είτε να συνθηκολογήσει αντίστοιχα. Ακόμα όμως και αν συμπεριλαμβάνεται, ενδεχομένως να αποτελεί παράμετρο ελάσσονος σημασίας στην υποκειμενική κλίμακα ιεράρχησης των κριτηρίων από πλευράς σπουδαιότητας. Απεναντίας, η απομείωση κάποιων άλλων κρισίμων ικανοτήτων πιθανόν να συνιστά κριτήριο μείζονος σημασίας, δυνάμενο να επηρεάσει καταλυτικά τις ανωτέρω ληφθείσες αποφάσεις (Pierce και Coon 2007, 78).

Καθίσταται λοιπόν αντιληπτό ότι η επιδίωξη αποδόμησης τουσυνόλουτων κρισίμων ικανοτήτων ενός δρώντος πολύ πιθανόν να οδηγήσει στην άνευ λόγου επιμήκυνση του χρόνου διεξαγωγής της πολεμικής πράξης, σε άσκοπη διάχυση της προσπάθειας και σε κατασπατάληση των διαθεσίμων πόρων. Προς τούτο, η μέθοδος εξουδετέρωσης του κέντρου βάρους θα πρέπει να περιλαμβάνει και τα ακόλουθα δύο στάδια.

Βήμα 9ο:Ανάλυση, κατανόηση και ιεράρχηση των κριτηρίων με βάση τα οποία, το προσδιορισθέν ως κέντρο βάρους έμψυχο δυναμικό ενός δρώντος λαμβάνει απόφαση για έναρξη, συνέχιση και τερματισμό της πολεμικής πράξης [13] .

Βήμα 10ο:Από το σύνολο των ενεργειών (actions) που προσδιορίστηκαν στο 8οστάδιο θα πρέπει να καθοριστούν οι κρίσιμες όμοιες (critical actions). Ήτοι εκείνες οι ενέργειες οι οποίες θα επιδράσουνάμεσα και καταλυτικάεπί του έμψυχου δυναμικού του δρώντος - που έχει αναγνωρισθεί ως το κέντρο βάρους – εξαναγκάζοντάς το να λάβει στονελάχιστο δυνατό χρόνοτην απόφαση να σταματήσει να ανθίσταται στην εκπλήρωση των φιλίων ΑΝΣΚ και να συνθηκολογήσει αποδεχόμενο τους ημέτερους όρους. Η επιλογή των κρισίμων ενεργειών (critical actions) θα βασίζεται στη «διήθηση» του συνόλου των εν δυνάμει αναληφθέντων ενεργειών (actions), χρησιμοποιώντας ως φίλτρο τα αποτελέσματα της ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε στο 9στάδιο της διαδικασίας.

Συμπερασματικές σκέψεις - προτάσεις

Η μονοσήμαντη αντιμετώπιση της έννοιας του στρατιωτικού κέντρου βάρους εντός του συμμαχικού εγχειριδίου και η παράθεση εντός αυτού ενός ορισμού, η διατύπωση του οποίου θα διέπεται από ακρίβεια, λογική και σαφήνεια, αποτελεί την ενδεικνυόμενη λύση. Δεδομένου ότι η εν λόγω ιδέα εισήχθη στη στρατιωτική διαλεκτική από τον Carl von Clausewitz, κρίθηκε σκόπιμο - αν όχι επιβεβλημένο - η λύση στην υφιστάμενη προβληματική να αναζητηθεί στις σελίδες του έργου του «Περί Πολέμου». Η ιχνηλάτιση της ιδέας του κέντρου βάρους στα εδάφια της πραγματείας του Πρώσου θεωρητικού καταδεικνύει με τον πιο εύγλωττο τρόπο ότι, για τον Carl von Clausewitz, το κέντρο βάρους ενός δρώντος θα πρέπει να αναζητείται στο έμψυχο δυναμικό αυτού. Συγκεκριμένα, ανάμεσα σε πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που έχουν την εγγενή δυνατότητα να διαχειρίζονται το σύνολο των ικανοτήτων του πολιτικού/στρατιωτικού δρώντος και να λαμβάνουν αποφάσεις για την έναρξη, τη συνέχιση και τον τερματισμό της πολεμική πράξης.

Ωστόσο, το πάζλ της θεωρίας του κέντρου βάρους συνίσταται από τρία αλληλένδετα μεταξύ τους «κομμάτια». Ο ορισμός αποτελεί το ένα από αυτά. Τα άλλα δύο είναι ο προσδιορισμός και η εξουδετέρωση. Οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή ενός εξ΄αυτών οδηγεί αναπόφευκτα και στην αναπροσαρμογή των άλλων δύο. Ως εκ τούτου, ο νέος ορισμός του κέντρου βάρους και η ανάλυση επί της οποίας στηρίχθηκε η διατύπωσή του, επέβαλε την επαναπροσέγγιση της διαδικασίας προσδιορισμού και εξουδετέρωσης που πραγματεύεται το νατοϊκό εγχειρίδιο σχεδίασης. Επαναπροσέγγιση που - κατά την εκτίμηση του υπογράφοντα -καθιστά την εν λόγω διαδικασία αφενός μεν περισσότερο χρηστική, «εύπεπτη» και απτή στους επιτελείς αφετέρου δε σύννομη με τον τρόπο που ο ίδιος ο Carl on Clausewitz πραγματεύεται την εν λόγω ιδέα στο έργο του.

Αναμφισβήτητα οποιοσδήποτε πραγματεύεται ένα πρόβλημα, εκούσια επιλέγει να πορευτεί ακολουθώντας τρεις διαδοχικούς οδοδείκτες, ήτοι την ανάλυσή του, τη διάγνωση των αιτιών που δημιουργούν την παθογένεια και τέλος τη διατύπωση προτάσεων που δυνατόν να εξαλείψουν την υφιστάμενη προβληματική. Προς τούτου, κρίθηκε επιβεβλημένο με γνώμονα την πραγματοποιηθείσα ανάλυση και τις ανωτέρω συμπερασματικές σκέψεις – διαπιστώσεις να διατυπωθούν και οι ακόλουθες προτάσεις :

  • Υποβολή εισηγητικής εκθέσεως στον αρμόδιο νατοϊκό φορέα με την οποία να καθίσταται σαφές ότι κρίνεται επιβεβλημένη η αναθεώρηση του τμήματος του COPD V1.0 στο οποίο παρατίθεται και αναλύεται η ιδέα του κέντρου βάρους. Η αναγκαιότητα της επιζητούμενης αναθεώρησης θα τεκμηριώνεται με την διεξοδική ανάλυση της υπάρχουσας παθογένειας. Ήτοι, με την ανάλυση των λόγων για τους οποίους τόσο ο υφιστάμενος ορισμός του κέντρου βάρους όσο και ο τρόπος με τον οποίο το συμμαχικό εγχειρίδιο σχεδίασης πραγματεύεται - αυτοτελώς ή μέσω παραδειγμάτων - την ομώνυμη ιδέα/έννοια, υπολείπονται ενάργειας.
  • Αξιολόγηση, κατά τη διάρκεια ασκήσεων Στρατηγείων - Σταθμών Διοικήσεως [Command Post Exercise (CPX)] που διεξάγονται στην ΑΔΙΣΠΟ, του ορισμού και της μεθόδου προσδιορισμού - εξουδετέρωσης του κέντρου βάρους, που παρατίθενται στην παρούσα εργασία, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθότητα και η χρηστικότητά τους.

 


Βιβλιογραφία

  1. Agee, Collin, Peeling the Onion: The Iraqi Center of Gravity in Desert Storm, Monograph, Fort Leavenworth, Kansas: School of Advanced Militar Studies/US Army Command and General Staff College, 1992.
  2. Anderson, William, Where You Sit and Centers of Gravity, Monograph, Newport RI: NAVAL WAR COLLEGE, 2004.
  3. Aron, Raymond,Σκέψεις επί του Πολέμου, Κλαούζεβιτς : Η Ευρωπαϊκή Εποχή,Αθήνα: ΔΕΚ Αρχηγείον Στρατού, 1977.
  4. Bassford, Christopher, CLAUSEWITZ AND HIS WORKS, CLAUSEWITZ HOMEPAGE, 23 September 2012, http://www.clausewitz.com (πρόσβαση January 12, 2013).
  5. Cannon, Michael W, Clausewitz for Beginners, Airpower Journal Vol 3 No 2, 1989: 48-57.
  6. COPD V1.0, Allied Command Operations Comprehensive Operations Planning Directive Interim V1.0, Belgium: NATO/ SHAPE, 2010.
  7. Echevarria, Antulio, "Reining in" the Center of Gravity Concept, Air & Space Power Journal / Vol 17/ Issue 2, June 2003a: 87-99.
  8. — Clausewitz and Contemporary War, New York: Oxford University Press, 2007.
  9. Echevarria, Antulio, Clausewitz Center Of Gravity: Changing Our Warfighting Doctrine Again, Monograph/Report, Carlisle Pennsylvania: Strategic Studies Institute/ US Army War College, 2002.
  10. — Clausewitz, Center of Gravity: Its Not What we Thought, Naval War College Review, Winter 2003: 108-123.
  11. Echevarria, Antulio, THE INTEROPERABILITY OF FUTURE OPERATIONAL CONCEPTS OF NATO FORCES, Monograph, US Army War College, 2004.
  12. Eikmeier, Dale, Center of Gravity Analysis, Military Review 84, August 2004.
  13. Eikmeier, Dale, Modernizing the Center of Gravity Concept - So It Works, στο Addressing the Fog of COG, του Celestino Perez, 133-169, Kansas: Combat Studies Institute Press, 2012.
  14. Evans, Michael, Centre of Gravity Analysis in Joint Military Planning and Design: Implications and Recomendations for the ADF, Security Challenges Vol 8 No 2, Winter 2012: 81-104.
  15. Hiang Lee, Seow, Center of Gravity or Center of Confusion. The Wright Flyer Papers No 10, Maxwell AFB , ALABAMA: US Air Command and Staff College, 1999.
  16. Jones, Geoff, Mary Jones και Phillip Marchington, Cambridge Coordinated Science: Physics, Cambridge: Cambridge University Press, 1993.
  17. Lecroy, Jessica, Center of Gravity Schizophrenia over Kosovo: An Eccentric War in Need of aTrue Clausewitzian Analysis, Monograph, NATIONAL WAR COLLEGE, 2000.
  18. Melton, Stephen, Center of Gravity Analysis - the Black Hole of Army Doctrine, στο Addressing the Fog of COG : Perpectives on the Center of Gravity in US Military Doctrine, του Celestino Perez. Kansas: Combat Studies Institute Press/ US Army Combined Arms Center, 2012.
  19. Milley, Mark, Centers of Gravity and the War in Kosovo, Monograph, Newport: NAVAL WAR COLLEGE, 2000.
  20. Olsen, John Andreas, John Warden and the Renaissance of American air Power,> Virginia: Potomac Books Inc, 2007.
  21. Paret, Peter, Expansion of War, ΣτοMAKER OF MODERN STRATEGY: From Machiavelli to the Nuclear Age, του Peter Paret, 186-213, New Jersey: Princeton University Press, 1986.
  22. Pierce, William και Robert Coon, Understanding the Link Between Center of Gravity and Mission Accomplishment, MILITARY REVIEW, 2007: 76-84.
  23. Springman, Jeffrey, The Relationship Among Tasks, Center of Gravity and Decisive Points. Monograph, Fort Leavenworth/Kansas: US Army Command and General Staff College/ School of Advanced Military Studies, 1998.
  24. Strange, Joe, Center of Gravity and Critical Vulnerabilities: Building on the Clausewitzian Foundation So That We Can All Speak the Same Language, Perspectivies on Warfighting Series no 4, Quantico: Marine Corps Association, 1996.
  25. Strange, Joseph και Richard Iron, Center of Gravity : What Clausewitz Really Meant, Joint Force Quartely / Issue Thirty Five, 2004: 20-27.
  26. — Understanding Centers Of Gravity and Critical Vulnerabilities, Air University/ Air War College/ Gateway to the Internet, 2003. http://www.au.af.mil/au/awc/awcgate/awcgate.htm (πρόσβαση January 23, 2013).
  27. Undeland, David, Center of Gravity - Use and Misuse, Thesis, Newport Rode Island: Naval War College, 2001.
  28. VanderSteen, Kurt, Center of Gravity: A Quest for Certainty or Tilting at Windmills?, στο Addressing the Fog of COG : Perspectives on the Center of Gravity in US Military Doctrine, του Celestino Perez, Fort Leavenworth Kansas: Combat Studies Institute Press/ US Army Combined Arms Center, 2012.
  29. Clausewitz, Carl von, On war, Μετάφραση: Peter Howard και Peter Paret, Princeton New Jersey: Princeton University Press, 1989.
  30. Clausewitz, Carl von.Περίτου Πολέμου,Ε' Έκδοση, Μετάφραση Νατάσα Ξεπουλιά, Θεσσαλονίκη: Εκδοσεις ΒΑΝΙΑΣ, 1999.
  31. ΔΚ 2-1.Επιχειρησιακή Σχεδίαση Ενόπλων Δυνάμεων. Αθήνα: ΓΕΕΘΑ/ΔΙΣΧΕΔ, 2012.
  32. Μάζης, Αλκίνοος,ΦΥΣΙΚΗ : ΜΗΧΑΝΙΚΗ - ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ (Τόμος Α),Αθήνα: Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 1976.
  33. Μαυρόπουλος, Παναγιώτης,Το Κέντρο Βάρους,Γεωστρατηγική Νο 17, Ιούνιος - Δεκέμβριος 2009: 168-205.
  34. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος.Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, 1998.
  35. Πετρουλάκης, Σταύρος,Η Θεωρία του Κέντρου Βάρους στο έργο On war του Carl Von Clausewitz: Ένα Αναλυτικό Εργαλείο ή μια Πηγή Σύγχυσης στην Υπηρεσία της Υφιστάμενης Επιχειρησιακής Σχεδίασης;,Διατριβή, Θεσσαλονίκη: ΑΔΙΣΠΟ, 2013.

 


[1] Για περαιτέρω πληροφορίες επί της διάστασης απόψεων μεταξύ του διακλαδικού διοικητή και των αντίστοιχων τμηματικών, αναφορικά με τον προσδιορισμό του κέντρου βάρους των αντιπάλων δυνάμεων κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων DESERT STORM και ALLIED FORCE βλέπε (Echevarria 2003a) (HiangLee 1999) (Milley 2000) (Lecroy 2000) (Anderson 2004) (Πετρουλάκης 2013).

[2] Επί παραδείγματι του αποδίδεται η έννοια της «πρωταρχικής δύναμης», της «κύριας πηγής ισχύος», της «κυρίαρχης ικανότητας», του «πρωταρχικού στοιχείου ισχύος». Για περαιτέρω πληροφορίες βλέπε (COPD V1.0 2010) και σχετική ανάλυση στο (Πετρουλάκης 2013).

[3] Για περαιτέρω πληροφορίες για τους λόγους που συνηγορούν περί της μη συμβατότητας του υφιστάμενου ορισμού του κέντρου βάρους με τα στοιχεία της σαφήνειας, λογικής και ακρίβειας βλέπε σχετική ανάλυση στο (Πετρουλάκης 2013)

[4] Για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση των θέσεων που παρατίθενται στην παρούσα ενότητα βλέπε (Πετρουλάκης 2013)

[5] Το γεγονός ότι το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα σώμα συγκλίνει/εφαρμόζεται στο κέντρο βάρους αυτού αποτελεί απόρροια σχετικού θεωρήματος της Μηχανικής (Μάζης 1976, 182)

[6] Με τον όρο επίδραση νοείται μια αλλαγή στην κατάσταση ενός συστήματος ή ενός συστατικού στοιχείου αυτού, η οποία επέρχεται από μια ή περισσότερες ενέργειες (actions) (COPD V1.0 2010, 7-2).

[7] Σύμφωνα με το νατοϊκό εγχειρίδιο επιχειρησιακής σχεδίασης COPDV1.0, οι ενέργειες (actions) μιας πολιτικής/στρατιωτικής οντότητας έχουν σαν σκοπό να μεταβάλλουν τις ικανότητες (capabilities) του δρώντος επί του οποίου ασκούνται. Πλέον τούτου οι εν λόγω ενέργειες (actions) συνιστούν το αποτέλεσμα της χρήσης των τεσσάρων εργαλείων ισχύος (instruments of power) ήτοι του πολιτικού, του στρατιωτικού, του οικονομικού και του κοινωνικού (COPD V1.0 2010, Α-5; A-15).

[8] Με τον όρο απόφαση νοείται «η κατόπιν συλλογισμών και εκτιμήσεων ρητή βούληση του αποφασίζοντος να τελεσθούν συγκεκριμένες πράξεις ή ενέργειες» (Μπαμπινιώτης 1998, 265).

[9] Oι Strange και Iron θεωρούν ότι το εν λόγω έμψυχο δυναμικό διαθέτειδύο διαφορετικές ιδιότητεςήτοι τη δυνατότητα να διαχειρίζεται πόρους (command resources) και τη θέληση να μάχεται (will to fight) (Strange and Iron 2004, 26).

[10] Δεν κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί αν στη διατύπωση του εν λόγω ορισμού υφίσταται το στοιχείο τηςακρίβειας. Εφόσον, όπως καταδείχτηκε, ο ορισμός διέπεται απόσαφήνειακαιλογικήτότε αναπόδραστα θα διέπεται και απόακρίβεια.Επίσης, η ανάλυση του εν λόγω ορισμού προκειμένου να διαπιστωθεί αν διέπεται από σαφήνεια και λογική βασίζεται σε αντίστοιχη ανάλυση που πραγματοποίησε ο Eikmeier σε σχετική μονογραφία του (Eikmeier 2012, 140-143)..

[11] Η «διαμερισμάτωση» της διαδικασίας προσδιορισμού και εξουδετέρωσης του κέντρου βάρους σε διακριτά και συνάμα αλληλεξαρτώμενα βήματα (step process) που παρατίθεται επί της παρούσης εργασίας αποτελεί μέθοδο που χρησιμοποιούν και οι Antulio Echevarria και Dale Eikmeier σε αντίστοιχες δικές τους θεωρητικές προσεγγίσεις επί του θέματος. Για περαιτέρω πληροφορίες βλέπε(Eikmeier 2012)(Echevarria 2003)

[12] Για περαιτέρω πληροφορίες επί του τρόπου με τον οποίο είναι δυνατό να υλοποιηθεί ο ακριβής προσδιορισμός του εμψύχου δυναμικού που συνιστά το κέντρο βάρους ενός δρώντος και ο έλεγχος εγκυρότητας της επιλογής του βλέπε (Πετρουλάκης 2013, 50-51)

[13] Για περαιτέρω πληροφορίες αναφορικά με τη σπουδαιότητα κατανόησης των κριτηρίων, με βάση τα οποία ο αντίπαλος δρώντας λαμβάνει απόφαση είτε να συνεχίσει να ανθίσταται στην εκπλήρωση των φίλιων ΑΝΣΚ είτε να συνθηκολογήσει αποδεχόμενος τους ημέτερους όρους, βλέπε (Pierce και Coon 2007, 78-80).


Αναφορά στο άρθρο :Πετρουλάκης Σταύρος,Η θεωρία του Κέντρου Βάρους στο έργο Περί πολέμου του Clausewitz. War and Strategy, 3 Μαι 2014, http://www.warandstrategy.gr/


* Ο Σταύρος Πετρουλάκης είναι Αξιωματικός τους Ελληνικού Στρατού