των Ανδρέα Ηλιόπουλου* και Παναγιώτη Μαυρόπουλου*, Σάββατο 24 Μαι 2014
Εισαγωγή
Το πρόβλημα με τη στρατηγική ξεκινάει από το γεγονός ότι ο σχετικός όρος είναι ένας όρος του συρμού ο οποίος καλύπτει πολλές αμαρτίες.[1] Υπάρχει μια γενική σύγχυση όσον αφορά στη χρήση του. Η λέξη έχει μια στρατιωτική κληρονομιά[2] και η κλασική θεωρία τη θεωρούσε μια στρατιωτική δραστηριότητα του πολέμου – ο τρόπος με τον οποίο οι στρατηγοί χρησιμοποιούσαν τις δυνάμεις τους για να νικήσουν στον πόλεμο. Αυτή η καθαρά στρατιωτική ερμηνεία του όρου με τα χρόνια παραχώρησε τη θέση της σε μια ευρύτερη. Σήμερα, κανείς δεν πιστεύει πλέον στον περιορισμό της στρατηγικής στη στρατιωτική της διάσταση. Όμως από το σημείο αυτό μέχρι τη σύγχυση που υπάρχει μεταξύ των εννοιών της πολιτικής, της εξωτερικής πολιτικής, των διεθνών σχέσεων και της αδιάκριτης χρήσης του όρου στρατηγική η απόσταση είναι πολύ μεγάλη.
Ενδεικτική της ευρέως διαδεδομένης, εκλαϊκευμένης και αδιάκριτης χρήσης του όρου είναι αυτή η οποία δεν περιορίζεται σε θέματα ασφαλείας του κράτους, αλλά επεκτείνεται σε όλα σχεδόν τα είδη της ανθρώπινης δραστηριότητος, όπως για παράδειγμα η κυβερνητική, η επιχειρηματικότητα, η εκπαίδευση, ο αθλητισμός και άλλες (στρατηγική του υπουργείου οικονομικών, στρατηγική μιας επιχείρησης, κλπ). Η θεώρηση αυτή της στρατηγικής έχει την έννοια της ύπαρξης και υλοποίησης ενός γενικού σχεδίου αντιμετώπισης μια κατάστασης ή επίλυσης ενός προβλήματος. Είναι αυτονόητο ότι μια τέτοια θεώρηση βρίσκεται εκτός των ενδιαφερόντων των επαγγελματιών της ασφαλείας και δεν πρόκειται να μας απασχολήσει στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου.
Η θεώρηση της στρατηγικής η οποία αναφέρεται σε θέματα εθνικής ασφαλείας είναι αυτή που παρουσιάζει ενδιαφέρον στο πλαίσιο των σπουδών και των γενικότερων ενδιαφερόντων της Σχολής Εθνικής Αμύνης. Κατά συνέπεια, το αντικείμενο του συγκεκριμένου άρθρου περιορίζεται στη θεώρηση της στρατηγικής στο πλαίσιο της εθνικής ασφαλείας ενός έθνους-κράτους.
Το πλαίσιο: Πολιτική, εξωτερική πολιτική και διεθνείς σχέσεις
Στο πλαίσιο της ύπαρξης και λειτουργίας εντός του άναρχου και ανταγωνιστικού διεθνούς συστήματος των εθνών-κρατών και των λοιπών πολιτικών οντοτήτων που το συγκροτούν, το πρωταρχικό τους μέλημα είναι η προστασία και προώθηση των εθνικών τους συμφερόντων, με πρώτιστο την ασφάλειά τους. Η διαχείριση της ασφάλειας και κατ’ επέκταση της άμυνας είναι αποκλειστικά έργο της πολιτικής ηγεσίας ενός διεθνούς δρώντος. Η πολιτική ηγεσία ασκεί πολιτική τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της αντίστοιχης πολιτικής οντότητος. Η ασκούμενη αυτήπολιτικήορίζεται ως η θεωρία, η τέχνη και η πρακτική της διακυβέρνησης ενός κράτους,[3] η οποία δεν περιορίζεται στα στενά όρια της αντίστοιχης κρατικής ή μη οντότητας, αλλά επεκτείνεται και στα πλαίσια του διεθνούς συστήματος.[4] [Η] μελέτη της συμπεριφοράς ενός κράτους εντός τους διεθνούς συστήματος αναφέρεται ως επιστήμη των διεθνών σχέσεων και ως τέτοια αποτελεί προέκταση της πολιτικής επιστήμης».[5] Σε πιο πρακτικό επίπεδο, η διαχείριση των σχέσεων του κράτους με τον εξωτερικό κόσμο, τους άλλους δρώντες του διεθνούς συστήματος (κρατικούς, μη κρατικούς, υπερεθνικούς οργανισμούς), δηλαδή τωνδιεθνών σχέσεων,περιγράφεται με τον όροεξωτερική πολιτική, η οποία ασκείται από την κυβέρνηση στο γενικότερο πλαίσιο της πολιτικής της. Η διαχείριση αυτή των διεθνών σχέσεων της χώρας, ως υλοποίηση της αντίστοιχης εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αναλαμβάνεται από τα προς τούτο εξουσιοδοτημένα όργανα της πολιτείας, ήτοι τηδιπλωματική υπηρεσία, η οποία, υπ’ αυτή την έννοια, «είναι το μέσον για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής».[6]
Ένας ιδιαίτερος τομέας των διεθνών σχέσεων είναι αυτός της ασφάλειας του κράτους, ο οποίος περιλαμβάνει θέματα όπως ο ρόλος της ισχύος στις σχέσεις μεταξύ των διεθνών δρώντων, οι διεθνείς πολιτικοί, οικονομικοί και στρατιωτικοί ανταγωνισμοί, ο πόλεμος, η διεθνής τρομοκρατία, οι συμμαχίες, η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση και άλλα. Το κυβερνητικό όργανο το οποίο είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση των σχετικών θεμάτων είναι το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ή, εφόσον δεν υπάρχει τέτοιο, κάποιο ανάλογο όργανο, όπως το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ) για τα ελληνικά δεδομένα).
Μια σημαντική διάκριση η οποία αφορά στην κατανόηση των συζητουμένων όρων είναι αυτή μεταξύ τηςασφάλειαςκαι τηςάμυνας. Οι δύο έννοιες δεν είναι ανεξάρτητες, αλλά η μία υποσύνολο της άλλης. Η ασφάλεια είναι έννοια ευρύτερη αυτής της άμυνας και αφορά σε θέματα απειλών τόσο εναντίον της προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της χώρας, τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της άμυνας, αλλά και εις βάρος άλλων ανθρωπίνων αξιών τα βρίσκονται υπό την προστασία του κράτους (υγεία, εσωτερική ασφάλεια, οικονομική ευμάρεια) και κατά συνέπεια σχετίζονται με θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση, η τρομοκρατία και άλλα.
Η στρατηγική, με την αυστηρή έννοια του όρου που σχετίζεται με την άμυνα, σχεδιάζεται και ασκείται στο πλαίσιο της εθνικής ασφαλείας ως η χρήση των διαθεσίμων συντελεστών ισχύος του κράτους για την επίτευξη συγκεκριμένων πολιτικών σκοπών οι οποίοι προκύπτουν από την επιδίωξη προάσπισης ή και προώθησης των εθνικών συμφερόντων. Η στρατηγική αυτή, ασκούμενη στο γενικότερο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων της χώρας, έχει δύο θεωρήσεις· η πρώτη, η οποία ελάχιστα διακρίνεται από τις διεθνείς σχέσεις, σχεδιάζεται και ασκείται εν τη απουσία συγκεκριμένης στρατιωτικής απειλής, ενώ η δεύτερη αφορά στη στρατηγική διαχείρισης μιας ενδεχόμενης ή πραγματικής αντιπαράθεσης, προερχόμενης από μια σαφώς προσδιορισμένη πραγματική στρατιωτική απειλή εναντίον των ζωτικών συμφερόντων[7] της υπόψη χώρας.
Στη γενική της θεώρηση, η στρατηγική είναι μια διαχρονική και πανταχού παρούσα συμπεριφορά, την οποία όλες οι οργανωμένες κοινωνίες χρειάστηκαν στο παρελθόν, χρειάζονται στο παρόν και θα χρειαστούν στο μέλλον. Όλες οι οργανωμένες κοινότητες απαιτείται να ασκούν στρατηγική, επειδή όλες διαθέτουν πολιτικούς σκοπούς που χρειάζεται να προστατεύσουν ή και να προωθήσουν με την επιλογή αποτελεσματικών μεθόδων, χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε εργαλεία πειθαναγκασμού μπορεί να διαθέτουν ή να αποκτήσουν. Η θεμελιώδης δομή της στρατηγικής διατυπώνεται απλουστευτικά μέσω του τριπτύχου «Σκοποί, Μέσα, Τρόποι». Σε κάθε συγκεκριμένο στιγμιότυπο αυτού του τριπτύχου αντιστοιχεί ένας συγκεκριμένος βαθμός κινδύνου (ρίσκο) για την περίπτωση αποτυχίας (ή έστω μερικής επιτυχίας) επιτυχούς εφαρμογής του.
Η σχέση μεταξύ πολιτικής, εξωτερικής πολιτικής, διεθνών σχέσεων, εθνικής ασφάλειας και επιπέδων στρατηγικής αποτυπώνεται στον Πίνακα 1.
ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ |
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ |
ΕΠΙΣΤΗΜΗ - ΤΕΧΝΗ |
ΘΕΣΜΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ |
ΘΕΜΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ |
Κυβερνητική (πολιτική); |
Πολιτική επιστήμη |
Πολιτική |
Κυβέρνηση |
Στρατηγική εθνικής ασφαλείας |
Διεθνείς σχέσεις (εξωτερική πολιτική) |
Επιστήμη των διεθνών σχέσεων |
Διεθνείς σχέσεις |
Διπλωματικό σώμα - Διπλωματία |
|
Εθνική ασφάλεια |
Σπουδές ασφαλείας |
Ασφάλεια |
Συμβούλιο εθνικής ασφαλείας |
|
Εθνική άμυνα |
Σπουδές πολέμου (πολεμολογία) ή Στρατηγικές σπουδές |
Υψηλή στρατηγική |
Πολεμικό συμβούλιο |
Πολιτική εθνικής άμυνας (για τα ελληνικά δεδομένα) |
Στρατιωτική στρατηγική |
Αρχιστράτηγος |
Εθνική στρατιωτική στρατηγική |
||
Τακτική |
Τακτικοί διοικητές |
Επιχειρησιακά σχέδια |
Πίνακας 1.Σχέσεις μεταξύ πολιτικής, εξωτερικής πολιτικής, διεθνών σχέσεων, εθνικής ασφάλειας και στρατηγικής
Στρατηγική εθνικής ασφαλείας: Η πολιτική διάσταση της στρατηγικής
Η στρατηγική εν απουσία συγκεκριμένης στρατιωτικής απειλής αφορά στη γενική συμπεριφορά της χώρας σε σχέση με τους άλλους δρώντες του διεθνούς πολιτικού συστήματος και συγκεκριμένα στον ορθολογικό προσδιορισμό των συμφερόντων του κράτους σε σχέση με την ασφάλειά του, τις σχέσεις του με τα άλλα κράτη και την ιεράρχηση των στόχων του, και τελικώς στην προστασία και την προώθηση των συμφερόντων του στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των κρατών στο άναρχο διεθνές σύστημα. Οι Γκόρντον Γκρεγκ (Gordon Graig και Φήλιξ Γκίλμπερτ (Felix Gilbert) θεωρούν τη στρατηγική αυτή ως «το σύγχρονο αντίστοιχο αυτού που το δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα ονομαζόταν ragione di stato ή raison’ etat» επισημαίνοντας επίσης ότι «[υ]πό την ευρύτερη έννοιά της, η στρατηγική … είναι ένας ορθολογικός προσδιορισμός των ζωτικών συμφερόντων του κράτους, σχετικά με τα ουσιώδη ζητήματα ασφαλείας του, με τους θεμελιώδεις σκοπούς του, τις σχέσεις του με τα άλλα κράτη και με την προτεραιότητα ανάμεσα στους διάφορους στόχους του».[8]
Η Στρατηγική,[9] για να είναι αποτελεσματική, απαιτεί ορθολογισμό στη σχεδίαση και υλοποίηση, ρεαλιστική εκτίμηση του διεθνούς περιβάλλοντος ασφαλείας εντός του οποίου θα υλοποιηθεί και ακριβή εκτίμηση περί των προθέσεων και των δυνατοτήτων των εν δυνάμει αντιπάλων. Ως τέτοια, η άσκησή της απαιτεί ένα ισχυρό υπόβαθρο διεθνών σχέσεων. Αντικείμενό της είναι η παρακολούθηση του διεθνούς, περιφερειακού και τοπικού περιβάλλοντος ασφαλείας, η διαμόρφωσή του στο βαθμό που επιτρέπει η εθνική ισχύς του ενδιαφερομένου κράτους, ο εντοπισμός διεθνών δρώντων που διαθέτουν τη δυναμική να εξελιχθούν σε στρατιωτικές απειλές και ο σχεδιασμός της Στρατηγικής εκείνης η οποία προωθεί τα εθνικά συμφέροντα. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση της Στρατηγικής αυτής είναι πρωτευόντως πολιτικά. Οι ένοπλες δυνάμεις χρησιμοποιούνται σε υποστηρικτικό ρόλο και υπό τον αυστηρό έλεγχο της πολιτικής ηγεσίας· ενδεχόμενες δραστηριότητες είναι η επίδειξη δύναμης, η κατάλληλη διάταξη και δραστηριότητά τους, η ανταλλαγή επισκέψεων στρατιωτικών αντιπροσωπειών, η κοινή συμμετοχή σε στρατιωτικές ασκήσεις και άλλες.
Στο πλαίσιο της Στρατηγικής εθνικής ασφαλείας ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής, σε συνεργασία με το υπουργείο των εξωτερικών, προβαίνει στην εκτίμηση της πιθανής στρατιωτικής απειλής που ενδεχομένως συνιστούν οι ενδιαφερόμενες χώρες. Η εκτίμηση αυτή της απειλής, η οποία επικαιροποιείται συνεχώς, αποτελεί τη βάση της αμυντικής σχεδίασης και κατά συνέπεια της διαμόρφωσης – ενίσχυσης της στρατιωτικής ισχύος της χώρας (συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας οπλικών συστημάτων).
Επισημαίνεται και πάλι ότι η Στρατηγική εθνικής ασφαλείας δεν αρκεί να ασκείται «αμυντικά» με την έννοια της παρακολούθησης του τοπικού, περιφερειακού και διεθνούς περιβάλλοντος ασφαλείας και αντίδρασης σε ενδεχόμενες αλλαγές της αντίστοιχης ισορροπίας ισχύος που ενδεχομένως επηρεάζουν τα κρατικά συμφέροντα της υπόψη χώρας. Πρέπει πρωτίστως να είναι «επιθετική» με την έννοια της προσπάθειας διαμόρφωσης του περιβάλλοντος ασφαλείας με σκοπό την αποτροπή της ανατροπής της υφιστάμενης ισορροπίας ισχύος (status quo) και της βελτιστοποίησης των συνθηκών επιδίωξης των εθνικών συμφερόντων.
Στρατηγική ενόψει συγκεκριμένης απειλής: Υψηλή και στρατιωτική στρατηγική
Η στρατηγική ενόψει συγκεκριμένης (στρατιωτικής) απειλής ξεκινάει ουσιαστικά από τη στιγμή της επιδείνωσης των σχέσεων με τον ενδεχόμενο αντίπαλο ή αντιπάλους. Τα σχετικά θεσμικά κείμενα στην περίπτωση αυτή είναι οι οδηγίες Υψηλής Στρατηγικής, επιχειρησιακής σχεδίασης και τα επιχειρησιακά σχέδια στο στρατηγικό, το επιχειρησιακό και το τακτικό επίπεδο. Τα υφιστάμενα από τον καιρό της ειρήνης θεσμικά στρατιωτικά κείμενα (στρατιωτικό δόγμα, εθνική στρατιωτική στρατηγική και άλλα), εκτός της λειτουργία τους στο πλαίσιο της εκπαίδευσης για την προετοιμασία των στρατιωτικών επιχειρήσεων, βοηθούν στη σύνταξη των επιχειρησιακών οδηγιών και σχεδίων, στη βάση ιστορικά καθιερωμένων αρχών διεξαγωγής επιχειρήσεων. Τα υπόλοιπα θεσμικά κείμενα του κράτους, όπως η Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας, λειτουργούν ως πλαίσιο πολιτικής το οποίο θέτει τα όρια εντός των οποίων θα κινηθεί η στρατιωτική ηγεσία. Ένα παράδειγμα στρατηγικής αυτού του τύπου είναι η στρατηγική της χώρας μας για την αντιμετώπιση της στρατιωτικής απειλής την οποία συνιστά εις βάρος της η Τουρκία.
Η στρατηγική ενός κράτους ενόψει συγκεκριμένης απειλής εναντίον των ζωτικών του συμφερόντων, υποδιαιρείται σε δύο επίπεδα· αυτό της υψηλής στρατηγικής και αυτό της στρατιωτικής στρατηγικής. Η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών επιπέδων είναι σχετικά σαφής και σε κάθε περίπτωση σαφέστερη από την αντίστοιχη μεταξύ της Στρατηγικής εθνικής ασφαλείας και της υψηλής στρατηγικής, η οποία είναι προβληματική.
Ο όρος υψηλή στρατηγική (grand strategy) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Λιντέλ Χαρτ (Liddell Hart). Σήμερα η χρήση του έχει καθιερωθεί διεθνώς αν και πολλές χώρες, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ και συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας, στα επίσημα έγγραφά τους χρησιμοποιούν τον όρο εθνική στρατηγική. Η υψηλή (ή εθνική) στρατηγική ορίζεται ως η ενορχήστρωση των παραγόντων ισχύος ενός κράτους (ή γενικότερα μιας πολιτικής οντότητος) για την επίτευξη κάποιου πολιτικού σκοπού, στα πλαίσια μιας ενδεχόμενης ή σε εξέλιξη αντιπαράθεσης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων πολιτικών οντοτήτων.
Ο όρος συντελεστές ή παράγοντες ισχύος χρησιμοποιείται στον αγγλόφωνο κόσμο για να προσδιορίσει τις κατηγορίες ισχύος που είναι διαθέσιμες στην κυβέρνησή του για την επιδίωξη των εθνικών συμφερόντων ή/και την επίλυση μιας ενδεχόμενης κρίσης με κάποια άλλη κρατική ή μη-κρατική οντότητα. Σήμερα, οι αναλυτές των διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής συμφωνούν ότι οι συντελεστές (ή παράγοντες) ισχύος ενός κράτους, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιβολή της θέλησής του επί ενός ενδεχομένου αντιπάλου, είναι τέσσερις: Ηοικονομία, ηδιπλωματία, οιπληροφορίεςκαι ηστρατιωτική ισχύς, οι οποίοι στην αγγλική γλώσσα αναφέρονται ως μοντέλο DIME (Diplomatic, Informational, Military, Economic). Αποδοχή συναντούν επίσης οι απόψεις του καθηγητή του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (Harvard) και υφυπουργού άμυνας στην κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον (Bill Clinton), Ζόζεφ Νάυ (Joseph Nye), περί Ήπιας Ισχύος,[10] η οποία όμως από μόνη της (σε αντίθεση με τους άλλους συντελεστές) δεν είναι ικανή να επιτύχει (αποφασιστικά) αποτελέσματα.
Στην περίπτωση του εντοπισμού πιθανών μελλοντικών στρατιωτικών απειλών εναντίον της ασφάλειας της χώρας, οι ένοπλες δυνάμεις ενεργοποιούν το μηχανισμό σύνταξης ενδεχομένων επιχειρησιακών σχεδίων τα οποία αποτελούν το στρατιωτικό τρόπο διαχείρισης της ενδεχόμενης κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό θα απαιτηθεί η έκδοση σχετικών οδηγιών από την πολιτική ηγεσία. Επειδή συνήθως οι πολιτικές ηγεσίες, για διάφορους λόγους, αποφεύγουν τέτοιου είδους δεσμεύσεις, η στρατιωτική ηγεσία μπορεί να κάνει μια σχετική πρόβλεψη με το να προκαλέσει την έκδοσή τους (υποβάλλοντας ένα σχετικό προσχέδιο και ζητώντας την υπογραφή του).
Στην περίπτωση της εκδήλωσης μιας κρίσης μεταξύ της υπόψη χώρας και ενός από τους διεθνείς δρώντες (ο οποίος είχε εντοπισθεί ή όχι ως ενδεχόμενη απειλή και για τον οποίον μπορεί να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν σχετικά ενδεχόμενα σχέδια) ενεργοποιείται ο μηχανισμός διαχείρισης κρίσης σε κυβερνητικό επίπεδο. Ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής διαμορφώνει τη (στρατιωτική) στρατηγική του για την αντιμετώπιση της απειλής με στρατιωτικά μέσα με τη σύνταξη των επιχειρησιακών του σχεδίων σε στρατηγικό, επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο.
Ανεξάρτητα από τη χρήση του σχετικού όρου, όλα τα κράτη ασκούν υψηλή στρατηγική, είτε το γνωρίζουν είτε όχι.[11] Έτσι, η ιδέα ότι η Ρωμαϊκή και η Βυζαντινή Αυτοκρατορίες δεν ασκούσαν στρατηγική επειδή δεν υπήρχε την εποχή εκείνη ο σχετικός όρος είναι τουλάχιστον αστεία.Όπως έδειξαν οι Παπασωτηρίου και Luttwak στα σχετικά βιβλία τους οι αυτοκρατορίες αυτές ασκούσαν υψηλή στρατηγική,[12] και μάλιστα με εξαιρετικό τρόπο.
Ηστρατιωτική στρατηγική (military strategy)αφορά στη σχεδίαση και διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο διεξαγωγής του πολέμου, ως τελευταίου μέσου επίλυσης ενδεχόμενων διακρατικών διαφορών. Στη γενική της διατύπωση, η οποία αποδίδεται στον Κλαούζεβιτς (Clausewitz), (στρατιωτική) στρατηγική είναι η διεύθυνση και η χρήση των ενόπλων δυνάμεων και η απειλή χρήσης τους για πολιτικούς σκοπούς, ή η χρήση των μαχών για το σκοπό του πολέμου, ενώ τακτική είναι η χρήση των στρατιωτικών μέσων για τη διεξαγωγή της μάχης ή μιας μεμονωμένης τακτικής ενέργειας (μετακίνηση, προέλαση, επιθετική αναγνώριση και άλλες). Συνεπώς, όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις, οποιουδήποτε τύπου, συμπεριφέρονται τακτικά (είναι τακτικές), ενώ ταυτόχρονα όλες συνεισφέρουν στο τελικό στρατηγικό αποτέλεσμα. Παρά την ευρέως διαδεδομένη χρήση του σχετικού επιθέτου, δεν υπάρχουν στρατηγικές δυνάμεις ή στρατηγικά οπλικά συστήματα· το επίθετο στρατηγικός/η αναφέρεται στα αποτελέσματα της στρατιωτικής συμπεριφοράς, όχι στη διεξαγωγή της.[13]
Επίλογος
Η στρατηγική διέπεται από την τριάδα σκοποί - μέσα - τρόποι, με την έννοια της χρήσης των διαθέσιμων μέσων με αποτελεσματικό τρόπο για την επίτευξη ενός τεθέντος πολιτικού σκοπού· κάθε ένας από τους πιθανούς τρόπους συνεπάγεται κάποιο βαθμό κινδύνου ο οποίος οφείλεται στην αποτυχία ή τη μερική επιτυχία της εφαρμογής του.
Η έννοια της στρατηγικής είναι εγγενώς δύσκολη στη σύλληψή της. Στο πλαίσιο της εθνικής ασφαλείας αυτή διακρίνεται σε τρία επίπεδα, η διάκριση μεταξύ των οποίων δεν είναι πάντοτε εύκολα αναγνωρίσιμη.[14]
Το πρώτο ιεραρχικά επίπεδο είναι το επίπεδο Στρατηγικής εθνικής ασφαλείας σε εθνικό επίπεδο, με την έννοια της ενορχήστρωσης όλων των συντελεστών ισχύος του κράτους για την προάσπιση και προώθηση των εθνικών συμφερόντων στο πλαίσιο της λειτουργίας του κράτους εντός του άναρχου διεθνούς συστήματος των κρατών. Στο επίπεδο αυτό η Στρατηγική σχεδιάζεται και ασκείται χωρίς απαραίτητα την ύπαρξη συγκεκριμένης (στρατιωτικής) απειλής και αφορά στη διάσταση εκείνη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας που σχετίζεται με θέματα ασφαλείας. Η Στρατηγική εθνικής ασφαλείας είναι πάντοτε παρούσα, τόσο κατά τη διάρκεια της ειρήνης όσο και της κρίσεως και του πολέμου· η σχετική προσπάθεια είναι διαρκής.
Τα επόμενα δύο επίπεδα της στρατηγικής έχουν έννοια μόνον ενόψει κάποιας ενδεχόμενης ή πραγματικής (στρατιωτικής) απειλής. Το πρώτο από αυτά είναι το επίπεδο της υψηλής στρατηγικής σε κυβερνητικό επίπεδο, με την έννοια της ενορχήστρωσης όλων των παραγόντων ισχύος του κράτους για την επίτευξη των πολιτικών του σκοπών, στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης αντιπαράθεσης. Η εφαρμογή της ξεκινάει από τη στιγμή της επιδείνωσης των σχέσεων (κρίση), χωρίς όμως να σταματάει με την έναρξη της θερμής σύγκρουσης.
Το τελευταίο επίπεδο είναι το επίπεδο της στρατιωτικής στρατηγικής στο ανώτατο στρατιωτικό επίπεδο, με την έννοια της χρήσης της στρατιωτικής ισχύος για την επίτευξη του πολιτικού σκοπού που καθορίστηκε μέσω της υψηλής στρατηγικής, στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης αντιπαράθεσης. Η εφαρμογή της περιορίζεται στην περίοδο μετά την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων.
Το πρόγραμμα σπουδών της Σχολής Εθνικής Αμύνης, του τελευταίου σχολείου δια βίου μάθησης στο οποίο φοιτούν οι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων, έχει ως αντικείμενο την ενημέρωση των σπουδαστών σε θέματα υψηλής στρατηγικής και Στρατηγικής εθνικής ασφαλείας (ο τίτλος του ενδεχόμενου μεταπτυχιακού θα ήταν μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών στη Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας). Αυτό βέβαια σημαίνει ότι για την παρακολούθηση του σχολείου απαιτείται ισχυρό υπόβαθρο γνώσεων στρατιωτικής στρατηγικής, ως προϋπόθεση άσκησης στρατηγικής υψηλοτέρου επιπέδου, και διεθνών σχέσεων, ως προϋπόθεση γνώσης του πλαισίου εντός του οποίου ασκούνται τα διδασκόμενα επίπεδα στρατηγικής. Ως γενική επίσης προϋπόθεση θα μπορούσε να τεθεί η γνώση της γενικής θεωρίας της στρατηγικής. Οι θεμελιωτές της θεωρίας αυτής, των οποίων τα κείμενα διέπονται από το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο των αντίστοιχων εποχών, είναι πρωτίστως ο Θουκυδίδης, ο Σουν Τζου (Sun Tzu) και ο Κλαούζεβιτς, ή, για να το θέσουμε όπως ο Κόλιν Γκρέι (Colin Gray), «αν κάτι δεν το έχει πει ο Θουκυδίδης, ο Σουν Τζου ή ο Κλαούζεβιτς, μάλλον δεν αξίζει να ειπωθεί».[15]
1. Betts K. Richard, The trouble with strategy: Bridging policy and operations. Joint Forces Quarterly, issue 29, Autumn/Winter 2001-02, pp 23-30.
2. Παπασωτηρίου Χαράλαμπος,Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, Αθήνα: Ποιότητα, 2000, σ.11.
3. Μπαμπινιώτης Γεώργιος,Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσα,Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., 2002 και Κουσκουβέλης Ηλίας,Εισαγωγή στην πολιτική επιστήμη και τη θεωρία της πολιτικής,Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 1997, σ.25
4. Κουσκουβέλης, ο.π., σ.54-55
5. Κουσκουβέλης, στο ίδιο, σ.55
6. Evans G. and Newnham J., 1998. The Penguin dictionary of international relations. London: Penguin Books.
7. Τα ζωτικά συμφέροντα αναφέρονται σε θέματα εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας και είναι αυτά για την προστασία των οποίων μια χώρα θα προσέφευγε σε πόλεμο.
8. Graig G. and GilbertF.,Σκέψεις για τη στρατηγική σήμερα και στο μέλλονστο Paret Peter,Οι δημιουργοί της σύγχρονης στρατηγικής: Από το Μακιαβέλι στην πυρηνική εποχή, Αθήνα: Εκδόσεις Τουρίκη, 2004, σ. 1021-1030.
9. Ο μεγάλος σύγχρονος Αμερικανο-Βρετανός στρατηγιστής Κόλιν Γκρέι (Colin Gray) προτείνει τη δήλωση της στρατηγικής αυτής με κεφαλαίο Σ για λόγους διάκρισής της από αυτή της θεώρησης εν όψει συγκεκριμένης στρατιωτικής απειλής. Τη σημειολογία αυτή υιοθετεί και το βρετανικό επιστημονικό περιοδικό στρατηγικής Infinity Journal.
10. Nye Joseph ,Ήπια Ισχύς: Το μέσο επιτυχίας στην παγκόσμια πολιτική, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 2005.
11. Luttwak Edward,Η Υψηλή Στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,Αθήνα: Εκδόσεις Τουρίκη, 2009, σ. 615.
12. Παπασωτηρίου, ο.π. και Luttwak, ο.π.
13. Infinity Journal, www.infinityjournal.
14. Μαυρόπουλος Παναγιώτης,Εισαγωγή στη θεωρία του πολέμου και της στρατηγικής, Αθήνα: Αυτοέκδοση, 2012.
15. Gray Colin, Fighting Talk: Forty maxims on war, peace and strategy, London: Praeger Security International, 2007, σ.58.
Αναφορά στο άρθρο: Ηλιόπουλος Ανδρέας και Μαυρόπουλος Παναγιώτης. Θεωρήσεις και επίπεδα στρατηγικής. Πόλεμος και στρατηγική, 24 Μαι 2014, http://www.warandstrategy.gr/
* O Ηλιόπουλος Ανδρέας είναι Αντιστάτηγος
* O Μαυρόπουλος Παναγιώτης είναι Αντιστάτηγος ε.α.